Τετάρτη 13 Οκτωβρίου 2010

Vassia Karkayanni Karabelia Εικόνες του Ρήγα. Εικονογραφία και Ιστοριογραφία.






Βάσια Καρκαγιάννη - Καραμπελιά
Εικόνες του Ρήγα. Εικονογραφία και Ιστοριογραφία.

Εδώ κι εκατό περίπου χρόνια – ανάμεσα στα 1895 και 1898 για την ακρίβεια – ο Σπυρίδων Λάμπροςi egrafe μια σειρά άρθρων στις εφημερίδες «Εστία» και «Εθνική Αγωγή» αναφορικά με κάποιες «Νέες εικόνες του Ρήγα». Η ανάγνωσή τους, σήμερα, αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον και βαρύτητα, ενδεικτική καθώς εμφανίζεται της ιδιαίτερης σημασίας που απέδιδαν κάποιοι έλληνες μελετητές τόσο στην καλλιτεχνική όσο και στην εξόχως ιστορική, κοινωνική διάσταση του εικονισμού, της αναπαράστασης. Το είδος και το ύφος (στυλ) των εικόνων, τα χρώματα, οι παραλλαγές, τα κείμενα που τα συνόδευαν, τα χρονικά πλαίσια, η προέλευση, οι συνθήκες κατασκευής, οι παραγγελιοδόχοι και κάτοχοι, οι χώροι φύλαξης ή τόποι αναπαραγωγής, σημειώνονταν – μεταξύ άλλων – με ακρίβεια.
Ιδού, σαν ελάχιστο παράδειγμα, το πρωτοσέλιδο άρθρο της «Εστίας», την 25η Μαρτίου 1898, με τίτλο «Η ευρεθείσα νέα εικών του Ρήγα»:
«Ασπάσιον παρέχομεν σήμερον επί τη εικοστή Πέμπτη Μαρτίου, το έκτυπον της νέας εικόνος του Ρήγα, περί ης ανήγγειλαν ανεπαρκή τινά κατ΄ αυτάς αι εφημερίδες. Ευρέθη αύτη εν Μακρυνίτση εν τη βιβλιοθήκη του πρότινος αποβιώσαντος εμπειρικού ιατρού Κοπανάρη. Η εικών εγράφη δια μολυβδίδος υπό του συμπατριώτου αυτού Ν. Μοσχοβάκη, ου φέρει και την υπογραφήν. Ήτο δε ο Μοσχοβάκης καθηγητής της εν Βουκουρεστίω Ελληνικής σχολής, τα δ΄ έτη καθ΄ α ο Μοσχοβάκης εδίδαξεν εν τη σχολή ταύτη φαίνονται ημίν συμπίπτοντα προς τον χρόνο καθ΄ ον διώκε (δηλ. διοικούσε) αυτήν ο κλεινός Λάμπρος ο Φωτιάδης, όστις προέστη αυτής από του 1795 μέχρι του 1803. Η εικών του Ρήγα έχει μήκος είκοσι πέντε εκατοστών, φέρει δε κάτωθεν τους εξής τέσσαρας στίχους: Τι με βλέπεις; Είσαι Έλλην; Θέλεις να με μιμηθείς; / Στάδιον σ΄ ανοίγω δόξης, έμβα να αγωνισθής./ Σε φόνευσαν κακόβουλοι αλλά θα σ΄ αναστήσουν / (με) εικόνες και αγάλματα όσοι οπίσω μείνουν…

Θα επιχειρήσουμε σήμερα μαζί, όσο τουλάχιστο μας το επιτρέπει ο cwroς, να συμβάλουμε – έστω κι ελάχιστα – στην «ανάσταση» του φυσικού καθώς και ηθικού anasthmatoς του θεσσαλού πρωτομάρτυρα στον αγώνα για την ελληνική ελευθερία κι ανεξαρτησία. Θα επιχειρήσουμε, μ΄ άλλα λόγια, να διαβάσουμε (γιατί για ανάγνωση πρόκειται) μερικές εικόνες του Ρήγα.


Μια από τις πρώτες γνωστές παραστάσεις του Ρήγα Βελεστινλήii είναι αυτή που ανήκει στη συλλογή του Κίτσου Μακρή, στο Βόλο, και προέρχεται από το γκρεμισμένο πια σπίτι των Παγώνηδων, στη Δράκεια του Πηλίου. Πρόκειται για τοιχογραφία η οποία, κατά τον Κίτσο Μακρή, έγινε γύρω στα 1870 από τον ζωγράφο Αθανάσιο Παγώνηiii. Προσωπικά, την τοποθετώ γύρω στα χρόνια 1840 με 1850.





PHOTO



Το έργο φέρει εμφανή τα σημάδια των ταλαιπωριών τις οποίες υπέστη από το σοβάτισμα που, ποιος ξέρει υπό ποιές συνθήκες και για πόσα χρόνια, το είχε καλύψει. Δίπλα στον Ρήγα, υπήρχε, σύμφωνα με τον Κ. Μακρή, το πορτραίτο του Δημητρίου Υψηλάντη. Υποθέτω ότι θα επρόκειτο για τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, που κοντά σ΄ αυτόν «εκπαιδεύτηκε» ο νέος Ρήγας στην Κωνσταντινούπολη και διετέλεσε γραμματέας του, πριν σταλεί απ΄ αυτόν, τον Ιούνιο του 1776, ως επίσημος γραμματέας, στον ηγεμόνα της Μολδαβίας Μαυρογένηiv. Ο ίδιος Αλέξ. Υψηλάντης υποστήριξε και ηθικά και χρηματικά τις εθνεγερτικές προσπάθειες και τις εκδόσεις του Ρήγα, ιδιαίτερα δε το σχεδιασμό και τη χάραξη της Χάρτας, και γι΄ αυτό kai τους εμφανίζουν συχνά μαζί σε άλλα εικονογραφικά ντοκουμέντα που διαθέτουμε (βλ. για παράδειγμα την εικόνα παρμένη εδώ από το αναμνηστικό τεύχος της Ακαδημίας Αθηνών για τη Φιλική Εταιρεία, Αθ. 1964).
Στην τοιχογραφία της Δράκειας εμφανίζεται ο Ρήγας όπως περίπου τον ξέρουμε κι από άλλες παραστάσεις της εποχής: Εύσωμος, στρογγυλοπρόσωπος, με σκούρα ημίμακρα σγουρά μαλλιά που πέφτουν ελαφρά στο μέτωπο˙ μαύρα καμπυλωτά φρύδια και μαύρο στριφτό μουστάκι˙ στρογγυλό πηγούνι˙ και μαύρα, ορθάνοιχτα μάτια να κοιτούν, θα ΄λεγε κανείς, όχι ένα πράγμα, μα ένα μακρινό στόχο.

Βλέμμα οραματιζόμενου – έτσι το θέλησε και έτσι το πραγματοποίησε ο ζωγράφος. Κάπως έτσι, άλλωστε, τον περιέγραψαν όσοι τον γνώρισαν ή όσοι βρέθηκαν κοντά σε ανθρώπους που τον συναναστράφηκαν. Ας θυμηθούμε για παράδειγμα τι γράφει στα 1806 ο ανώνυμος έλληνας συγγραφέας του βιβλίου Ελληνική Νομαρχία ήτοι Λόγος περί Ελευθερίαςv (βιβλίο επαναστατικό δια του οποίου στηλιτεύεται η πολιτική του ανώτερου κλήρου και των φιλότουρκων προεστών), όταν αναθέτει «ως δώρον» το σύγγραμμά του στον Ρήγα: «Εις τον τίμβον του μεγάλου και αειμνήστου Έλληνος Ρίγα τω υπέρ της σωτηρίας της Ελλάδος εσφαγιασθέντος χάριν ευγνωμοσύνης (…)»vi. Στο κείμενο – αφιέρωση που ακολουθεί, όπου ο Ρήγας αποκαλείται «αξιάγαστος Ήρως», «Πρόδρομος μιάς ταχέως ελευθερώσεως της κοινής Πατρίδος μας Ελλάδος» για την αγάπη της οποίας «εθυσίασε και την ζωήν του», ο ανώνυμος συγγραφέας τελειώνει με τα εξής λόγια: «δέξαι το λοιπόν, με το συνηθισμένο σου ελληνικόν ιλαρόν και καταδεκτικόν σου βλέμμα (…) ως αρραβώνα εκδικήσεως του λαμπρού αίματός σου κατά των τυράννων της Ελλάδος. Η δε Ελλάς άπασα θέλει δοξάσει δια παντός το όνομά σου (…)».
Στην εικόνα μας, το βλέμμα δεν είναι «ιλαρόν». Η «ελληνικότητα» και η «καταδεκτικότητα» – αν την ερμηνεύσουμε σαν απλότητα, μάλλον προφανείς, από τα ρούχα ιδιαίτερα που φορά, σ΄ αυτήν όπως και σ΄ όλες τις αναπαραστάσεις περίπου: άσπρη πουκαμίσα χωρίς «γιακά», και απλή, χωρίς καμιά εκζήτηση κόκκινη κάπα, απ΄ αυτές που φορούσαν στον ελλαδικό αλλά και βαλκανικό χώρο εκείνη την εποχήvii. Όσο για τα υπόλοιπα, δεν έχουμε μαρτυρίες˙ όμως ένα είναι σίγουρο: εκείνος που θέλησε αυτή την αναπαράσταση στον τοίχο του σπιτιού του σαν καθημερινή, συνεχή πρόκληση της ατομικής και οικογενειακής (αν όχι συλλογικής) μνήμης, σε περιοχή, επιπλέον, που βρίσκεται ακόμα υπό τον Οθωμανικό ζυγό, ασπάζεται ασφαλώς σε μεγάλο βαθμό τέτοιες ή παρόμοιες αποτιμήσεις της προσωπικότητας του Ρήγα, έτσι όπως η γραπτή και – σε πολύ μεγαλύτερη έκταση – η προφορική παράδοση τις μετέφερε και διέδωσε ανά την Ελλάδα και σ΄ ολόκληρο τον βαλκανικό χώρο. Η ίδια η Ελληνική Νομαρχία είναι αμφίβολο (αν και όχι αδύνατο) να΄ χει φτάσει μέχρι τη Δράκεια και να γνωρίζει ο παραγγελιοδόχος της τοιχογραφίας και κάποιοι σαν αυτόν, 50 ή 70 χρόνια μετά τη δολοφονία του Ρήγα, ορισμένες από τις σελίδες της όπου ο Ρήγας αποκαλείται «αείμνηστος Έλλην», «Ήρως», «μέγας και θαυμαστός», «αξιάγαστος ανήρ», «εστολισμένος από την φύσιν με όλας τας χάριτας των μεγάλων υποκειμένων, ευφυής, αγχίνους», «ωραίος το σώματι και ωραιότερος το πνεύματι», «δίκαιος», «αληθής φιλέλλην» και «φιλόπατρις», εμπνεόμενος από θείον έρωτα «της Πατρίδος του Ελλάδος» κλπ., κλπ. Είναι αμφίβολο να έχει υπάρξει άμεση γνώση αυτού αλλά και του παρακάτω αποσπάσματος, όπου, ύστερα από σύντομη αναφορά στη ζωή και στο έργο του Ρήγα, στην προδοσία που οδήγησε στη σύλληψή του κλπ., ο συγγραφέας καταλήγει: «Αλλ΄ αν η φθονερά τύχη έκλεψεν την Ελευθερίαν της Ελλάδος με την ζωή τοιούτου Ήρωος, δεν ημπόρεσεν όμως να εμποδίσει τον αναγκαίον και φοβερόν κρότον (εγώ υπογραμμίζω) όπου η φήμη τοιαύτης επιχειρήσεως ανέπεμψεν εις τας ακοάς των Ελλήνων, ούτε ημπόρεσε να εκλείψει εις την όρασίν των την λαμπρότητα τοιούτου έργου. Το αθώον αίμα του Ρήγα προετοίμασε την ταχείαν εξάλειψιν των βαρβάρων Τυράνων και αγλήγορα θέλουσιν εμφανισθεί βέβαια οι οπαδοί του. Τότε δε θέλομεν αποδείξει εμπράκτως την προς αυτόν ευγνωμοσύνην μας, υψώνοντες εις το κέντρον της ελευθέρας Ελλάδος στεφάνους δόξης, και θριάμβους εις μνημόσυνον αυτού του μεγάλου ανδρός, ως αρχηγού, και πρώτου συνεργού εις την της Ελλάδος απελευθέρωσιν» (κλπ…)viii.
Ένα είναι το βέβαιο: ήταν πράγματι φοβερός ο κρότος που η φήμη της επιχείρησης του Ρήγα ανέπεμψε στις ακοές των Ελλήνων όπου κι αν αυτοί βρίσκονταν. Στη γενέτειρά του Θεσσαλία, πρώτ΄ απ΄ όλα, ιδιαίτερα στο Βελεστίνο, όπου η οικογένειά του υπέστη τα δεινά που γνωρίζουμε από διάφορες πηγές˙ στη Ζαγορά, όπου μαθήτευσε˙ στον Κισσό, όπου – λένε – πως δίδαξε˙ σ΄ ολόκληρο το Πήλιο. Αλλά και στην υπόλοιπη Ελλάδα, και στην Ευρώπη: όταν ο Αδαμάντιος Κοραής, το 1798, εκδίδει την Αδελφική Διδασκαλία του, πρώτο από τα επαναστατικά φυλλάδια που δημοσίευσε ανώνυμα στα χρόνια «που η προώθηση των δημοκρατικών Γάλλων στην Ανατολή είχε δημιουργήσει ελπίδες ελευθερίας», γνωρίζει, στο Παρίσι, ότι ο Ρήγας με τους συντρόφους του έχει παραδοθεί στους Τούρκους (an kai δεν έχει ακόμα μάθει για την εκτέλεσή τους) και γράφει τα εξής: «Παρίστανται ίσως ταύτην την ώρα δέσμιοι, έμπροσθεν του τυράννου, οι γενναίοι ούτοι της ελευθερίας μάρτυρες. Ίσως, ταύτην την ώραν, κατεβαίνει εις τας ιεράς κεφαλάς των η μάχαιρα του δημίου, εκχέεται το γενναίον ελληνικόν αίμα από τας φλέβας των, και ίπταται η μακαρία ψυχή των δια να υπάγη να συγκατοικήσει με όλων των υπέρ ελευθερίας αποθανόντων τας αοιδίμους ψυχάς. Αλλά του αθώου αίματος η έκχυσις αυτή αντί του να καταπλήξει τους Γραικούς θέλει μάλλον τους παροξύνει εις εκδίκησιν». Αυτή είναι η πρώτη δημόσια ελληνική αντίδραση για το χαμό του Ρήγα, σ΄ ένα σύγγραμμα που αποτελεί φλογερό κήρυγμα εξέγερσης εναντίον των Τούρκων, αλλά και απελευθέρωσης από την «εσωτερική δυνάστευση του ierateiou και των αρχόντων» που, όπως γράφει ο Κοραής, «αρπάζωσι ανηλεώς από των πεινόντων χριστιανών τα στόματα τόν ολίγον εκείνον άρτον τον οποίον και αυτή των Τούρκων η απληστία εντρέπεται να αρπάση»ix.

Στις σελίδες της Αδελφικής Διδασκαλίας «εκδηλώνεται για πρώτη φορά δημόσια και με σαφήνεια το όραμα της διπλής απελευθέρωσης που θα αποτελέσει τον άξονα της δραστηριότητας του Κοραή σε όλη τη διάρκεια της μακράς του ζωής» (βλ. Φ. Ηλιού, Προσθήκες.., σ. 269).
Πρέπει να προσθέσουμε εδώ, pwς η Αδελφική Διδασκαλία ερχόταν να απαντήσει στην Πατρική Διδασκαλία, που είχε εκδοθεί στην Κωνσταντινούπολη από τον Διονύσιο Πλαταμώνος μάλλον (και που ο Κοραής ξανατυπώνει στο πρώτο μέρος του φυλλαδίου του), ανήκει δε στην «ομάδα των φυλλαδίων» που δημοσιεύτηκαν κατά τη διάρκεια «της μεγάλης ιδεολογικής κρίσης και σύγκρουσης των ετών 1793 – 1805, όταν το Πατριαρχείο προσπαθούσε, και με βίαια μέσα, να αναχαιτίσει τη διάδοση των νέων ιδεών και να καταπολεμήσει τα επαναστατικά – απελευθερωτικά κινήματα που συνδέονταν με την ανάπτυξη της δημοκρατικής ιδεολογίας» και – όπως αναφέραμε ήδη – την προώθηση των γαλλικών στρατευμάτων στην Ανατολή.
Είναι εξίσου ενδιαφέρον, για να μπούμε λίγο περισσότερο στο κλίμα των καιρών εκείνων, να αναφερθούμε σ΄ ένα άλλο κείμενο που, αυτό, είχε αποδοθεί στον Αθανάσιο Πάριο (ο οποίος πρωτοστατεί στην Πατριαρχική εξόρμηση εναντίον των «λιμπερτίνων» και άλλων «ιλουμινάτων χοίρων» της εποχής) και που βγαίνει για ν΄ αντικρούσει την Αδελφική Διδασκαλία (1805) τιτλοφορείται de: Νέος Ραψάκης ήτοι έλεγχος της αντιχρίστου, κατά των θείων γραφών συκοφαντίας, προς ερεθισμόν των απλουστέρων, εν είδh αντιρρήσεως μεθοδευθείσης, παράτινος των νέων λιμπερτίνων κατά της πατρικής διδασκαλίας, και χάριν ασφαλείας προεκδοθείσης των χριστονύμων λαών. Αυτό που θα κρατήσει την προσοχή maς εδώ, είναι η πληροφορία πως η έκδοση της Πατρικής Διδασκαλίας (από το Πατριαρχείο) είχε σαν άμεση αφορμή την κυκλοφορία του Ροπάλου του Ηρακλέους – δηλ. του επαναστατικού φυλλάδιου που είχε ετοιμάσει ο Ρήγας – που περιείχε την Eπαναστατική προκήρυξη, την Νέα Πολιτική Διοίκηση και το Θούριο: «Κάποιοι από τους δικούς μας ομογενείς», μπορούμε να διαβάσουμε στην Πατρική Διδασκαλία, «(…) κινούμενοι υπέρ της ελευθερίας και του γένους (…) βιβλιάριον εξέδωκαν, Ρόπαλον του Ηρακλέους αυτό ονομάσαντες, οι Ελληνόφρονες˙ βιβλίον δηλαδή διεγερτικόν, ερεθιστικόν, παρακινητικόν (…). Η θεία πρόνοια ελέησε το γένος των χριστιανών, και προ τού να διαδοθούν εις τον κόσμον εκείνα τα κακέμφατα ρόπαλα, έκαμε και εφανερώθη η αντίθετος αυτή σκευωρία και παρεδόθησαν εις το πυρ˙ και οι κατά των ιδίων δεσποτών την κοινήν και καινήν ευτρεπίσαντες μαχαίραν, εύρον μισθόν του παραλόγου ζήλου αυτών» (…κλπ…). Ο άξιος μισθός, είναι η δολοφονία του Ρήγα και των συντρόφων του. Το όνομα του Ρήγα δεν αναφέρεται βέβαια πουθενά. Ο συγγραφέας τοποθετείται σε γενικότερο επίπεδο και προσπαθεί, με επιχειρήματα που παίρνει από τις Γραφές, να καταπολεμήσει «το νυν θρυλούμενον σύστημα της ελευθερίας» που είναι «δέλεαρ του διαβόλου» (βλ. Φ. Ηλιού, σ.272).


Photo
Είναι μάλλον απίθανο, ίσως κι αδύνατο, να έχει διαβάσει κείμενα τέτοιου ύφους και βιαιότητας ο παραγγελιοδόχος, καθώς κι ο ανώνυμος εκτελεστής μιας άλλης τοιχογραφίας, των τελών του 19ου αιώνα πλέον, στο ταβάνι της εισόδου της οικίας Ιωαννίδη, στον Άγιο Γεώργιο Νηλείας. Δεν είναι σίγουρο άλλωστε an η τοιχογραφία προηγείται ή έπεται της προσάρτησης της Θεσσαλίας στο ελληνικό κράτος. Υποθέτω ότι προηγείται, όπως πιστεύει και ο Κίτσος Μακρής, αν και η συμβολική πια θέση του βελεστινλή ήρωα στις συλλογικές νοοτροπίες και στο χώρο των κοινωνικών ιδεών συνηγορεί για το αντίθετο: θα ήταν επικίνδυνο, στην τουρκοκρατούμενη Θεσσαλία, να έχει κανείς πάνω από την είσοδο του ίδιου του σπιτιού μια τέτοια εικόνα, με αναγραφή επιπλέον στίχων από τοn Θούριο «Καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή»x. Όπως και να΄ ναι, έχουμε εδώ ακόμα μιά, λιγότερο «λαϊκή» από την άποψη της πλαστικής έκφρασης, μαρτυρία στο χώρο του Πηλίου, της απήχησης των εθνεγερτικών, «υπέρ της πατρίδος» κελευσμάτων του Ρήγα μάλλον, παρά όσων απέβλεπαν στον ευρύτερο «φωτισμό» του γένους και όσων αποτελούσαν κήρυγμα «υπέρ των νόμων», για «ελευθερία, ισοτιμία, αδελφότητα» και ωθούσαν σε κοινωνικές ανακατατάξεις – τόσο σε εθνικό όσο και πανανθρώπινο επίπεδο (όπως στο Πολίτευμα, στο Θούριο, στη Δημοκρατική κατήχηση και στο Στρατιωτικό εγκόλπιο του 1797).
Κείμενα πάντως σαν τό προαναφερθέν του Α. Κοραή, βρίσκονται πιθανότατα στη βάση της ανάπτυξης μιας μεγάλης εικονογραφικής σειράς η οποία, από τις αρχές του 19ου αιώνα και, όπως θα δούμε, ως τον εικοστό, θα παρουσιάζει τον Ρήγα και τον Κοραή (σε εγχάρακτες εικόνες, λιθογραφίες ή και φορητούς πίνακες που έπαιξαν τεράστιο ρόλο για τη διάδοση του φιλελληνισμού), να βοηθούν αντάμα την πληγωμένη και «πενιχράν χλαμύδα» φέρουσα Ελλάδα, ώστε ν’ανορθωθεί και ν’αποτινάξει τα δεσμά της Οθωμανικής τυραννίας. Ιδού μία παραλλαγή του θέματος αυτού, που μας παραδίδει σε φορητό πίνακα, στην περιοχή του Βόλου, ο ζωγράφος Θεόφιλος το 1911xi.


PHOTO


Παρουσιάζεται εδώ ο Ρήγας, στο κέντρο περίπου της εικόνας, έτσι όπως τον εμφανίζουν οι περιγραφές, να κρατά, από αριστερά, το γυμνό καταπληγωμένο χέρι μιας ρακένδυτης γυναίκας με πονεμένη έκφραση, που σ’αυτήν αναγνωρίζουμε την Ελλάδα: οι στίχοι που αναγράφονται στο κάτω μέρος της εικόνας μας βοηθούν σ’αυτή την αναγνώριση. Τη γυναίκα βαστά από αριστερά, στην αγκαλιά του σχεδόν, βοηθώντας την στην προσπάθεια νά εγερθεί, ένας άνδρας ντυμένος με «ευρωπαϊκά», «δυτικά» ρούχα, ο Κοραήςxii. Η Ελλάδα ανασύρεται από σωρό ερειπίων αρχαίων: σπασμένες κολώνες, κιονόκρανα. Τρεις όρθιες κολώνες, στο πίσω μέρος, τονίζουν την τάση της ανόρθωσης. Στα δεξιά της εικόνας, πάνω σε βάθρο, αναγνωρίζουμε το άγαλμα της θεάς της σοφίας Αθηνάς, με το δόρυ, την ασπίδα, την περικεφαλαία – σαφή αναφορά στην αρχαία, κλασική φιλοσοφική κι επιστημονική παράδοση των Ελλήνων, για την αναγέννηση της οποίας εργάζονται όλοι οι προοδευτικοί έλληνες λόγιοι της εποχής, ιερωμένοι όσο και «λαϊκοί»xiii. Για τους οπαδούς του διαφωτισμού πάντως, γενικά, εχθρούς της «Δεισιδαιμονίας και της αδελφής της τής Αμάθειας» καθώς και όλων των συντηρητικών τάσεων, η παρουσία της θεάς Αθηνάς συμβολίζει εκείνη τη δύναμη που διώχνει από τα μάτια των ανθρώπων το σκοτάδι (το θάμπωμα) και τους επιτρέπει να διακρίνουν το φως, την αλήθεια, οδηγώντας τους αναπότρεπτα στις οδούς της αρετής, της ευδαιμονίας, της ευνομίας, της ελευθερίας. Σε γράμμα, παραδείγματος χάριν, του υπογράφοντος με τα αρχικά Σ.Π. προς τον Κωνσταντίνο Νικολόπουλο (οπαδό του Κοραή) στο Παρίσι, τον Σεπτέμβρη ή Οκτώβρη του 1820, και που προέρχεται από το αρχείο του Θεόκλητου Φαρμακίδηxiv, παραθέτει ο αποστολέας τον εξής Ομηρικό στίχο, αναφερόμενο στην Αθηνά:
Αχλύν δ’ αύτοι απ’ οφθαλμών έλον, ή πριν επήεν, Όφρ’ ευ γινώσκεις ημέν θεόν, ηδέ και άνδρα
(Έβγαλαν το θάμπωμα που υπήρχε πριν στα μάτια, έτσι ώστε να μπορεί κανείς να καταλάβει αν έχει μπροστά τοu θεό ή άνθρωπο)
σαν ενίσχυση της δριμείας επίθεσής του ενάντια σ’ εκείνους που θέλουν να είναι οι «οπαδοί του Χριστού» «τυφλοί, δια να μην διακρίνουν την αλήθειαν από το ψεύδος, και την αρετήν από την κακίαν»xv. (Στόχος στη συγκεκριμένη περίπτωση ήταν ο «Σιναΐτης Ιλαρίων», ο «άγιος Ηγούμενος Ιλαρίων» που είχε διορισθεί από το Πατριαρχείο «θεωρός της τυπογραφίας» –λογοκρίτης δηλαδή- στην Κωνσταντινούπολη, και είχε τόσο εκμανεί ενάντια σε κάποια διαφωτιστικά δημοσιεύματα ώστε «έδωκεν γνώμην να παιδευτούν με ποινήν θανάτου πέντε εξ από τους θέλοντας να ενσπείρουν επανάστασιν δια να σωφρονισθούν οι άλλοι», έχοντας δει μάλιστα σε ποίημα του Ν. Πίκκολου (φίλου και συνεργάτη του Κοραή) «την λέξιν ελευθερίαν, εμάνη και είπεν ότι θέλει να φέρει τον Κοραήν σιδηροδέσμιον» στην Πόλη…)xvi.
Όταν ο Θεόφιλος ζωγραφίζει αυτόν τον πίνακα με βάση χαλκογραφικό πρότυπο ευρύτατα διαδεδομένο – του οποίου μερικές παραλλαγές είδαμε προηγουμένως - δεν έχει γνώση όλων των συμβολικών φορτίσεων του θέματός του αλλ’ ασφαλώς μερικών: δεν είναι ως γνωστόν η μόνη φορά που ζωγραφίζει τον Ρήγα ή την Αθηνά, η δε παιδεία του είναι σ’αυτά τα ιστορικά και μυθολογικά θέματα αρκετά μεγάλη. Εκείνο που σίγουρα αγνοεί, μα που γνώριζαν όλοι σχεδόν οι «φωτισμένοι» έλληνες λόγιοι των τελών του 18ου αιώνα -στη Βιέννη ιδιαίτερα και όπου υπήρχαν σχέσεις με τις αυστριακές χώρες- είναι ότι αυτή η παράσταση της Αθηνάς δίπλα στον Ρήγα, την εποχή κατά την οποία διαμορφώνεται ο συγκεκριμένος εικονογραφικός τύπος, εσήμαινε και κάποια άλλα πράγματα: η Παλλάς Αθηνά ήταν το έμβλημα της Εφημερίδος των αδελφών Μαρκίδων Πουλίου, η οποία εκδόθηκε το 1790 και είχε, μέχρι και το 1797, ευρύτατη κυκλοφορία. Όταν ο Ρήγας έφτασε στη Βιέννη το 1796, συνεργάστηκε ιδιαίτερα με τον Γεώργιο Πούλιο, και οι δύο αδελφοί ωστόσο μπορούν να συναριθμηθούν ανάμεσα στους ομοϊδεάτες του. Το άκρως φιλελεύθερο, διαφωτιστικό πνεύμα της εφημερίδας έγινε φανερός φορέας των γαλλικών επαναστατικών ιδεών μετά τη λήξη του ρωσοτουρκικού πολέμου, προκαλώντας έντονες αντιδράσεις της Οθωμανικής Πύλης που ζήτησε την παύση της. Όμως, η paush έρχεται τελικά βίαιη μετά τη σύλληψη του Ρήγα και των συντρόφων του: κατηγορούμενοι σαν «συνένοχοι ή συνεργοί εις τα υπό τινων αγυρτικών πνευμάτων οργανωθέντα σχέδια εναντίον της Ανατολής», οι αδελφοί Πούλιου συνελήφθησαν, το δε τυπογραφείο έκλεισε. Η παρουσία της Παλλάδος μ’ άλλα λόγια στην εικονογραφική σύνθεση, έρχεται ίσως να θυμίσει επίσης, εδώ, την συμβολή της ελεύθερης τυπογραφίας (των αδελφών Πούλιου μεταξύ άλλων) στη διάδοση των «φώτων» αλλά και των δημοκρατικών ιδεών. Αξίζει ν’ αναφέρουμε ακόμη pwς η ένωση των Αληθοφίλων που ιδρύθηκε το 1739 στη Γερμανία από τον κόμητα Christophe Manteuffel (αποκαλούμενο, όπως κι οι έλληνες διαφωτιστές από τους κατηγόρους τους, «διάβολο») είχε επίσης σαν σύμβολο τη θεά Αθηνά καθιστή, με περικεφαλαία, ακόντιο, ασπίδα απιθωμένη, κάτω αριστερά την κουκουβάγια κι ολόγυρα τη φράση «sapere aude»xvii, την οποία θα χρησιμοποιήσει ο Kant το 1784 ως έμβλημα στο μαχητικό του δοκίμιο Τι είναι διαφωτισμόςxviii. Θα ήταν ενδιαφέρον λοιπόν να ερευνηθούν ενδεχόμενες σχέσεις των αδελφών Πούλιου καθώς και άλλων περί τον Ρήγα διαφωτιστών με την ένωση των Αληθοφίλων. Πολύ περισσότερο που στο εσώφυλλο της Ελληνικής Νομαρχίας έχουμε τη μετάφραση ή μάλλον απόδοση του «Sapere aude» υπό την μορφή «Στοχάσου, και αρκεί». Επίσης, αν δεν σφάλλω στην ερμηνεία, στον Εξωστρακισμό (…) του Χριστόδουλου Ευσταθίου την οποία δημοσίευσε στα 1800 ο Γοβδελάς στη Βούδα, αναφέρεται ο τελευταίος σε κάποιους που είχαν την ίδια ασφαλώς ασέβεια κι ανόσια ψυχή (με τον Χριστόδουλο) εφόσον είχαν τυπώσει και διανείμει δωρεάν τα βιβλία του, αποκαλώντας τους Αχιτόφελ φίλους. Μήπως Αλιτόφελ; Το κοντινό των λέξεων θέτει νομίζω τό πρόβλημα…
Πάνω από την Ελλάδα, «την πάλαι βασιλεύουσαν, δούλην δε νυν μητέρα»xix, ένας φοίνικαςxx ή μονοκέφαλος αετός, που φαίνεται να ξεπετιέται από τη φλεγόμενη φωλιά του, δηλαδή ν’αναγεννάται από τις στάχτες του, συνοδεύεται από την εξής λεζάντα: «Μέγα το πεπρωμένον ανίσταμαι και εκ του ολισθήματος ισχυροτέρα» – σύμβολο της αναγέννησης και αθανασίας του ελληνικού γένους ή έθνους, ή πάλι του Βυζαντινού στη «δυτική» του μόνο υπόσταση, ή ακόμα αναφορά στη μυστική εταιρεία Φοίνιξ της Βιέννης την οποία, λέγεται, είχε οργανώσει ο Ρήγας κατά τα μασωνικά - πατριωτικά πρότυπα της εποχής του. [Για τη «μυστική εταιρεία» του Ρήγα, βέβαια, έχουμε μόνο μαρτυρίες, αλλ’ όχι στοιχεία – πράγμα φυσικό. Ο Κωνσταντίνος Νικολόπουλος στην πρώτη συστηματική βιογραφία για τον Ρήγα που δημοσιεύτηκε το 1824 στο 21ο τεύχος της «Revue Encyclopédigue» με τίτλο Notice sur Rhigas, ο Νικόλαος Υψηλάντης στα Απομνημονεύματά του (που δημοσίευσε ο Καμπούρογλου), ο Καποδίστριας στην Αυτοβιογραφία του, μερικά κομμάτια από τα ίδια τα τραγούδια του Ρήγα, μοιάζουν να μαρτυρούν προς αυτή την κατεύθυνση. Η Φιλική Εταιρεία, πάντως, θα υιοθετήσει το φοίνικα στη σφραγίδα της, καθώς και το μασωνικό τρίγωνο με τον οφθαλμό – για τα οποία θα μιλήσουμε πιο κάτω. Αξίζει ν’ αναφέρουμε επίσης ότι στην έκδοση του δράμματος Ολύμπια του Μεταστάσιου (Εν Βιέννη, παρά Μαρκίδων Πουλίου, 1797 ) μεταφρασθέντος «εις την ημετέραν απλήν διάλεκτον» από τον Ρήγα, παρουσιάζεται σε medaillon ο Δίας, γεννήτωρ της «κόρης χωρίς μητέρα», θεάς της σοφίας, να κρατά κεραυνό, ενώ μπροστά, σε πρώτο πλάνο, εικονίζεται φοίνικας].
Όλα αυτά τα σύμβολα μπορούν πράγματι να συνυπάρχουν. Χρειάζεται ωστόσο να ερευνηθεί περισσότερο το θέμα διότι είναι κίνδυνος, δύο αιώνες μετά, να παρανοήσουμε τους κώδικες της εποχής που για τους σύγχρονους των γεγονότων, και αυτούς που έγραφαν ή σχεδίαζαν, και αυτούς που διάβαζαν ή έβλεπαν, ήταν διαυγείς. Θα πρέπει πάντως να προσθέσουμε ότι ο φοίνικας, ή μονοκέφαλος αετός, συναντάται επίσης σε βινιέττες της πρώτης έκδοσης του Αγαθάγγελου που προσγράφεται στον Ρήγαxxi και εμφανίζεται υπό την ίδια μορφή στην Εφημερίδα των αδελφών Πουλίου των ετών 1791 και 1797. Στο 1ο τεύχος ακριβώς της Εφημερίδος των Πουλίων, της Τρίτης 31 δεκ. 1790 και στην εμβληματική παράσταση στην οποία ήδη αναφέρθηκα (με τη θεά Αθηνά), έχουμε την απεικόνιση – στο πίσω δεξί μέρος - μιας κυψέλης, με τις μέλισσες να πετούν γύρω της, και να ρέει το μέλι: υπό την ίδια ακριβώς μορφή τη βρίσκουμε πάνω σε «ποδιές» κι άλλα αντικείμενα, στην εικονογραφία γενικά που αφορά τον ελεύθερο τεκτονισμό (francmaçonnerie), από τα τέλη του 18ου αιώνα και τη Γαλλική επανάσταση μέχρι και σήμερα – με διαφορετικές, κατά πάσαν πιθανότητα φορτίσεις, ανάλογα με την ιστορική περίοδο. Η κυψέλη, πάντως, με το σμήνος των μελισσών, είναι για όλο τον 18ο και τα πρώτα χρόνια του 19ου αιώνα, σύμβολο συλλογικής εργασίας και χρησιμοποιείται συχνά στους κύκλους των ελευθέρων τεκτόνων. Ίσως μάλιστα και το περιοδικό Μέλισσα που εκδόθηκε στο Παρίσι (1819 ως 1821) από οπαδούς του Κοραή, να χρωστά την ονομασία του σε παρόμοιους συμβολισμούς.
Η σκηνή φωτίζεται από τις ακτίνες ενός υπερμεγέθους, παράδοξου ήλιου ή φωστήρα, που στο κέντρο του, μέσα σε τρίγωνο, είναι ζωγραφισμένος οφθαλμός. Πολλαπλά σύμβολα μπορεί κι εδώ να συνυπάρχουν: η Αγία Τριάς· ο οφθαλμός της δικαιοσύνης· η φρανμασωνική έκφραση του φαεινού υπερτάτου όντος έτσι όπως εμφανίζεται σε πολυάριθμα, γαλλικά κυρίως αλλά και αυστριακά επαναστατικά έντυπα των τελών του 18ου αιώνα - και σ’αυτή την περίπτωση παραπομπή, ακόμα μια φορά στη πατριωτική, φρανμασωνικού τύπου «μυστική εταιρεία», που κατά τον Κ. Νικολόπουλο και τον Νικ. Υψηλάντη είχε ιδρύσει ο Ρήγας προς «εξέγερσιν συμπάσης της Ελλάδος (…) και απαλλαγήν των δυστυχών συμπατριωτών του εκ του επαχθούς ζυγού των βαρβάρων»xxii. Το βέβαιο είναι ότι σ’αυτό το φως παραπέμπουν επίσης πολλές στροφές του (άτεχνου..) ποιήματος που υπάρχει κάτω από τον πίνακα του Θεόφιλου σε 4 κολώνες υπό τον τίτλο «Αναγεννηθήσα Ελλάς», και που εν μέρει μόνον αντιγράφουν τους στίχους του χαλκογραφικού προτύπου: «Ελλάς λαμπρά σεπτή και μακαρία / του νοερού φωτός πηγή κυρία (…) Κλέος της οικουμένης / πάσας της φωτισμένης / Διά φώτων των Σων (…) Πηγή φωτός και ρίζα της σοφίας (…) Αστήρ λαμπρέ, λαμπάς νοός πυρφόρος / και του παντός ο μόνος Εωσφόρος / Κόσμου φωτός δοχείον / Σοφίας το ταμείον» (…) και πιο κάτω: «Πάλιν φωτός ακτίνας ανατέλλει / πάλιν το φως αυτής εξαποστέλλει / πάλιν με της σοφίας / Ακτίνας της τας θείας / Δεικνύεται λαμπρώς (…) ή πάλι: «Φωταγωγός λαμπάς του κόσμου όλου» (…) κ.λπ., κ.λπ.,
Οι αναφορές σε κοινούς τόπους του ελληνικού alla kai tou eurwpaikou διαφωτισμού είναι εδώ σαφείς. Εκείνο που είναι επίσης, νομίζω, σαφές, είναι η έντονη συναισθηματική φόρτιση του θέματος, το οποίο διασχίζει τον 19ο αιώνα μεταλλασσόμενο υπό την επίδραση των νέων πολιτικών και κοινωνικών συνθηκών στην απελευθερωμένη πλέον Ελλάδα, συνεχίζοντας να μεταδίδει εθνεγερτικά μηνύματα.
Ο χώρος όμως δεν επιτρέπει περαιτέρω αναπτύξεις. Περιορίζομαι να σας παρουσιάσω σύντομα μερικές εικόνες, χαρακτηριστικές της εξέλιξης της εικονογραφίας του Ρήγα και των «συνοδοιπόρων» του ( επιτρέψτε αυτό τον αναχρονισμό ), που ακολουθούν, φυσικά, τις εξελίξεις της επίσημης ελληνικής ιστοριογραφίας. Ένας «καθαρισμός» συντελείται, νέες «συνθέσεις» προτείνονται, σκοπεύοντας στους «τελεσφόρους» εκείνους «συγκερασμούς» τους οποίους υπογράμμισε ο Κ. Θ. Δημαράς και που σημαδεύουν την όψιμη νεοελληνική ιδεολογία. Έτσι, πρόσωπα που είχαν πρωτοστατήσει στην «ανάσταση» του ελληνικού γένους – και έθνους - εξαφανίζονται από το προσκήνιο ή παραμερίζονται (μπαίνουν στο «περιθώριο»), ενώ άλλα πρόσωπα , που είχαν έρθει σε αντιπαράθεση ή και σε βίαιη σύγκρουση με τους πρωτεργάτες αυτούς, εμφανίζονται στο πρώτο πλάνο. Κάποτε, όλοι αυτοί μαζί εμφανίζονται «ενωμένοι», όπως στην εικόνα Νο …, σ’ένα «πάνθεον» ηρώων που αποσβένει τις αντιθέσεις και διδάσκει την επιθυμητή «εθνική» ενότητα.

PHOTO


Η τελευταία εικόνα που επιθυμώ να σας παρουσιάσω, είναι χρονολογικά η πρώτη: ζωγραφίστηκε από τον Χιοναδίτη ζωγράφο Παγώνη Κωσταντή στα 1802, στην εκκλησία Αγία Μαρίνα του Κισσού, στο Πήλιο – χωριό όπου, καθώς ξέρουμε, δίδαξε πιθανώς ο Ρήγας, μετά τη μαθητεία του στο σχολείο της πολύ κοντινής Ζαγοράς.
Εκεί λοιπόν, πάνω στα ψευδο-κιονόκρανα που «βλέπουν» προς το κεντρικό κλίτος του ναού, 3 και 3 από κάθε μεριά, είναι εικονισμένο αυτό το πρόσωπο. Το ίδιο (σχεδόν), 6 φορές.
Δεν έχω καμμιά σιγουριά γι’αυτά που θα πω –εν συντομία- σχετικά μ’αυτή την εικόνα, πρόκειται ωστόσο για «βασιμες υποθέσεις», καθώς έλεγε ο δάσκαλός μου P. Francastel. Υπόθεσή μου λοιπόν είναι ότι αυτό το πρόσωπο είναι ο Ρήγας. Νομίζω πως του μοιάζει. Άλλωστε, ο ζωγράφος Παγώνης θάταν αδύνατο να φτάσει σε μεγαλύτερη ομοιότητα με το πρωτότυπο: τέτοια, «λαϊκή», naϊve, είναι η τέχνη του. Τα μαλλιά - προσέξτε τις «αφέλειες» που κατεβαίνουν στο μέτωπο - το μουστάκι, τα μάτια, ταιριάζουν.
Ο τρόπος που εικονίζεται αυτό το κεφάλι είναι χαρακτηριστικός: δυο σάλπιγγες βγαίνουν, σαν γλώσσες, από το στόμα του, που ηχούν: παρατηρείστε τις μικρές γραμμές στις άκρες τους. Θα μπορούσε νάναι σάλπιγγες ή γλώσσες διαβολικές – όπως απαντούμε μπόλικες στην αποκάλυψη ή στο βιβλίο του Ιώβ π.χ. Όμως η θετική διάσταση είναι επίσης συχνή, και στα θεολογικά κείμενα: ας θυμηθούμε τις φωτιές που στάθηκαν πάνω στους Αποστόλους κι άρχισαν, από κείνη τη στιγμή, να μιλούν πολλές γλώσσες. Η γλώσσα, η μιλιά, ο λόγος μ’άλλα λόγια –αυτή η θεία φωτιά, το «φάος», που βγαίνει από το στόμα - μπορεί νάναι σατανικό ή θείο στοιχείο.
Το κεφάλι αυτό έχει σαν «φόντο» ένα είδος περγαμηνής, γραμμένου χαρτιού: φαίνονται οι γραμμές του.. Βιβλίο ίσως ..Ακόμα μια φορά, ο τονισμός του λόγου, του γραπτού και προφορικού κειμένου, μου φαίνεται σαφής. Όσο για τις σάλπιγγες… Αν είναι αυτός πράγματι ο Ρήγας, ξέρουμε πως από τα τέλη του 18ου αιώνα ήδη, τα τραγούδια του παρομοιάζονταν με «σαλπίσματα», πράγμα που μας φέρνει στο νου τη Σάλπιγγα της Αληθείας του 1792 (λιβελογράφημα –σε στίχους- ηθικολογικού χαρακτήρα, που εντάσσεται στα δημοσιεύματα της τελευταίας δεκαετίας του 18ου αι. τα οποία, άλλοτε με μεγαλύτερη οξύτητα – βλ. Απάντησις ανωνύμου προς τους αυτού άφρονας κατηγόρους του Χριστόδουλου Παμπλέκη ή Η νέα πολιτική διοίκηση του Ρήγα – κι άλλοτε πάλι με «πλάγιο» τρόπο- βλ. Ο Ανώνυμος του 1789, το Σχολείον των ντελικάτων εραστών του Ρήγα - προβάλλουν αντικληρικά, ανατρεπτικά συνθήματα ή απλώς επικρίνουν, αλλά βίαια, την ηθική κατάπτωση των συγχρόνων τους) ή ακόμα τις σάλπιγγες των αγγέλων που κοσμούν, σε βινιέτες, την εφημερίδα των Πούλιων.
Το Σάλπισμα πολεμιστήριον του Κοραή, στα 1801xxiii, έχει κατά πάσαν πιθανότητα σχέση μ’αυτόν ακριβώς τον χαρακτηρισμό, που φτάνει μέχρι τα τέλη του 19ου και τις αρχές του 29ου αιώνα. Ο Παλαμάς, π.χ., ευαίσθητος δέκτης και δίκαιος κριτής της παράδοσης, γράφοντας για την ποίηση του Ρήγα στο περιοδικό «Εθνική αγωγή» της 18ης Ιουνίου 1898, σημειώνει: «ο άνθρωπος αυτός δεν γράφει, σαλπίζει στίχους» (οι στίχοι του Ρήγα χαρακτηρίζονται άτεχνοι, γυμνοί, αλλά μετουσιούμενοι, με την δύναμη της ενέργειάς του, σε «άσμα αναστάσεως πρωτάκουστον». Στους δε Βωμούς του (1915), ο ίδιος Παλαμάς θα γράψει για τον Ρήγα, αλλά με το νου του σ’άλλα, επίκαιρα και δραματικά γεγονότα της εποχής του: Πατριδολάτρη σαλπιχτή μεγαλομάρτυρα Ήρθεν / της δόξης ο καιρός. Ως πότε παλλικάρια;
Όλα αυτά, αν μας ωθούν όλο και πιο πολύ να ταυτίσουμε το πρόσωπο των κιονοκράνων με τον Ρήγα, δεν μας δίνουν ακόμη καμμιά βεβαιότητα ως προς την θετική ή αρνητική του παρουσία εκεί.
Ι: Θα μπορούσε νάναι αρνητική. Νάναι αυτός ο Λεβιάθαν, ο Διάβολος. Είμαστε στα 1802, σε περίοδο μ’ άλλα λόγια που το Πατριαρχείο συνεχίζει την βίαιη και με όλα τα μέσα επίθεση ενάντια στα επαναστατικά, απελευθερωτικά κινήματα. Γνωρίζουμε πως η Πατρική Διδασκαλία – που σ’αυτήν απαντά ο Κοραής με την Αδελφική διδασκαλία – βγαίνει σαν απάντηση στο Ρόπαλο του Ηρακλέους του Ρήγα, το οποίο περιείχε την Επαναστατική προκήρυξη, τη Νέα Πολιτική Διοίκηση και τον Θούριο. Γνωρίζουμε επίσης την επιδοκιμασία του Πάριου για τη δολοφονία του Ρήγα, και τις κρίσεις του: «το νυν θρυλούμενον σύστημα της ελευθερίας είναι δέλεαρ του διαβόλου» έγραφε μεταξύ άλλων ο σεπτός ιεράρχης (Βλ. Ηλιού, Προσθήκες …, όπ. π. σ.273). Κείμενα σαν κι αυτό, διαβάζονταν σ’όλες σχεδόν τις εκκλησίες της Ελλάδας, ήταν μέρος της θρησκευτικής «κατήχησης». Στον Κισσό, χωριό όπου μάλλον δίδαξε ο Ρήγας, κι όπου έχει ενδεχόμενα φίλους, οπαδούς μάλιστα, η δράση του θάπρεπε να καταγγελθεί με κάθε μέσο και δριμύτητα, σαν νάταν αυτός η προσωποποίηση του πρώτου αποστάτου διαβόλου: η διδασκαλία του είναι το ίδιο απατηλή με εκείνου, και διαμετρικά αντίθετη με το «Έκαστος εφ ω ετάχθη εκεί και μενέτω, και εις ην υπόκειται βασιλείαν μη αντιτεινέτω» του Πάριου και των κύκλων του Πατριαρχείου.
ΙΙ: Θα μπορούσε νάναι θετική. Αν ο Ρήγας δίδαξε στον Κισσό, θα έχει κάποιους φίλους ή οπαδούς, ίσως κι εταίρους στην περιοχή. Όταν μαθεύτηκε ο φριχτός και ηρωϊκός του θάνατός κάποιοι (με ενεργό δράση πιθανώς στα κοινοτικά πράγματα) θέλησαν να τιμήσουν την μνήμη και το έργο του. Ο ζωγράφος Παγώνης (του) Κωνσταντή, νεοφερμένος στο Πήλιο, τέκτονας (έχουμε στοιχεία γι’αυτό), μυημένος ίσως στην «εταιρεία» του Ρήγα, προσφέρεται να ζωγραφίσει δωρεάν την εκκλησία – όπως μαθαίνουμε από τις σωζόμενες στα κιονόκρανα της Αγια-Μαρίνας επιγραφές . Κι έχουμε να προβάλλεται εδώ, δια χειρός Παγώνη, ο Ρήγας (δηλαδή η έλλογη, διαφωτιστική, επαναστατική αντιμετώπιση της πραγματικότητας) σαν αυτός – νομίζω – που επιτυγχάνει την αρμονική συνύπαρξη ή συμφωνία «υπερφυσικής θεολογίας» (θρησκείας), με τη «φυσική θεολογία»: μια θεολογία της οποίας τη γνώση αποκτούμε με τη βοήθεια των φώτων του νου – πράγμα που ήταν κοντά στις επιδιώξεις του διαφωτιστικού ντεϊσμού των ελλήνων διανοητών στην πλειοψηφία τους. Μέσα απ’αυτή την προοπτική, τα ίδια θεολογικά / μεταφυσικά μηνύματα αποχτούν νέο ηθικό περιεχόμενο και μπορούν να ερμηνευτούν μ’ άλλον τρόπο, κάτω από τους ήχους των σαλπισμάτων –και των ιδεών- του Ρήγα.
Τα εικονογραφικά θέματα που αναπαρίστανται πάνω ακριβώς από τα ζωγραφιστά κιονόκρανα του κεντρικού κλίτους της Αγίας Μαρίνας, μας οδηγούν σε μια άλλη σειρά συλλογισμών και συσχετισμών που νομίζω ενισχύουν την υπόθεσή μας ως προς το συμβολισμό της απεικόνισης του Ρήγα. Δεν θα σταθούμε παρά σε μία από τις παραστάσεις, παραδειγματικά.

Photo


Πάνω ακριβώς από το πρώτο (απ’ αριστερά, στο κεντρικό κλίτος) ζωγραφιστό κιονόκρανο εικονίζεται ο προφήτης Ζαχαρίας. Ο τρόπος εικονισμού, καθώς και το κείμενο που αναγράφεται στο ειλητάριο που κρατά ο προφήτης, ανταποκρίνονται ακριβώς στις οδηγίες της Ερμηνείας της Ζωγραφικής Τέχνης του Διονυσίου εκ Φουρνάxxiv - την οποία χρησιμοποιούσε, όπως είναι προφανές από το σύνολο του εκκλησιαστικού του έργου, και ο Παγώνης: «Ο προφήτης Ζαχαρίας, ο πατήρ του Προδρόμου, γέρων μακρυγένης, φορών ιερατικήν στολήν, λέγει «Ευλογητός κύριος ο θεός του Ισραήλ, ότι επεσκέψατο και...» . Πρόκειται για απόσπασμα από το κατά Λουκάν ευαγγέλιο, α΄, 1-80, όπου περιγράφεται αρχικά η ιστορία του ιερέα Ζαχαρία και της γυναίκας του Ελισσάβετ, που είχαν μείνει άτεκνοι· και πως μια μέρα παρουσιάστηκε «άγγελος Κυρίου» στο θυσιαστήριο του θυμιάματος και του ανήγγειλε την προσεχή γέννηση, από την ηλικιωμένη Ελισσάβετ, παιδιού το οποίο θάπρεπε να ονομάσει Ιωάννη· και το πώς ο Ιωάννης θα ήταν «μέγας ενώπιον Κυρίου», πλήρης «πνεύματος Αγίου», και «θέλει ελθεί προ προσώπου αυτού εν πνεύματι και δυνάμει Ηλίου» «δια να επιστρέψει τας καρδίας των πατέρων εις τα τέκνα», και «τους απειθείς εις την φρόνησιν των δικαίων»· και το πώς ο Ζαχαρίας δεν πίστεψε και έχασε, από θαύμα, την μιλιά του, και το πώς την ξαναβρήκε όταν γεννήθηκε τελικά ο Ιωάννης –κι άρχισε τότε να προφητεύει και να λέγει «Ευλογητός κύριος ο Θεός» κ.λπ., και στη συνέχεια «ανήγειρεν εις ημάς κέρας σωτηρίας κι εν τω οίκω Δαϋίδ του δούλου αυτού, καθώς ελάλησε δια στόματος των αγίων των απ’ αιώνος προφητών αυτού, σωτηρίαν εξ εχθρών ημών και εκ χειρός πάντων των μισούντων ημάς»xxv (…).
Το εν λόγω παιδίον, που «ελάλησε την σωτηρίαν εξ εχθρών ημών», εικονίζεται αμέσως πιο πάνω από το Ζαχαρία, στην Αγία Μαρίνα, τη στιγμή που αποκεφαλίζεται από ένα δήμιο με τεράστια χατζάρα, και το κεφάλι του δίνεται σε γυναίκα που περιμένει στο πάνω μέρος μιας σκάλας. Κι εδώ ο εικονισμός είναι αρκετά σύμφωνος με την περιγραφή του Διον. εκ Φουρνά: ο Ηρώδης, με άρχοντες και μεγιστάνες στο τραπέζι του· υπηρέτες· το «κοράσιον» που βαστά την κεφαλή του Προδρόμου «επί πίνακι»…
Η σχέση του προσώπου με τις τρομπέτες (στο κιονόκρανο) με το ανωτέρω εικονογραφικό θέμα είναι, νομίζω, προφανής. Σημειωτέον, ότι στα τρίγωνα των άλλων τόξων έχουμε τον εικονισμό των τεσσάρων προτομών των «αποκαλυπτικών» ζώων (αετός, λιοντάρι, ταύρος, άνθρωπος) καθώς και των προφητών Ιεζεκιήλ και Ισαΐα, καθώς και του Ιωάννη. Στην δε οροφή έχουμε συνθέσεις της Δευτέρας Παρουσίας εμπνευσμένες από αποκαλυπτικά κείμενα. Το σύνολο των εικονογραφικών αυτών στοιχείων υποδεικνύει ότι βρισκόμαστε ενώπιον αποκαλυπτικού θεματικού κύκλου, είδους ακόμα σπάνιου μέχρι τα τέλη του 17ου αιώνα στην ορθόδοξη ανατολική εκκλησία, που κάνει την πρώτη εμφάνισή του στη βυζαντινή εικονογραφία στα τέλη μόνο του 16ου αι., στη μονή Διονυσίου (Άγιον Όρος). Το πρώτο corpus, άλλωστε –γνωστό σαν «Mc. Cormick Apocalypse»– σε απλή ελληνική γλώσσα, συνοδευόμενο από 69 έγχρωμες μικρογραφίες (δηλ. ένα πλήρη, μοναδικό εικονογραφικό κύκλο), oφείλεται στον Μάξιμο τον Πελοποννήσιο τον Καλλιπολίτη και χρονολογείται το πρώτο μισό του 17ου αιώναxxvi.
Θα πρέπει να θυμίσουμε εδώ ότι τα αποκαλυπτικά κείμενα, ήδη από τον 4ο αιώνα, εθεωρούντο ύποπτα και καταδικαστέα από την Ανατολική Εκκλησία, συνδεδεμένα καθώς ήταν με το κίνημα των «Ορεινών», δηλ. με το πιο ταραχοποιό, αιρετικό / εσχατολογικό κίνημα της κρίσιμης εκείνης περιόδου. Η Αποκάλυψη (του Ιωάννη του Ευαγγελιστή, κατά την παράδοση) στο σύνολό της εθεωρείτο κείμενο πολεμικό ενάντια στους Ρωμαίους, κι η προφητική του διάσταση σαν έντονα σημαδεμένη από τον πολιτικό, ιστορικό περίγυρο της εποχής. Είχαν δε αφαιρεθεί αυτά τα κείμενα απ’όλους σχεδόν τους ορθόδοξους σχολιαστές στις Συνόψεις και στους Κανόνες (του Γρηγ. Νανζιανζηνού μεταξύ άλλων – 329 . 389 μ.Χ., παρ’όλο που ο Άγιος Βασίλειος και ο Άγιος Γρηγόριος τα δεχόντουσαν σαν «κανονικά» κείμενα). Αξίζει επίσης να αναφέρουμε, εν είδη ενός ακόμη παραδείγματος, ότι κατά τον 13ο αιώνα, στην Ιταλία, η Αποκάλυψη του Cimabue στον Άγιο Φραγκίσκο της Ασίζης, φαίνεται πως απηχούσε την αντι-ρωμαϊκή, «αναρχική» και «αμισβητησιακή» πολεμική των φραγκισκανών διανοουμένων, του ίδιου του Cimabue και του Dante συμπεριλαμβανομένων, ενάντια στον Πάπα Νικόλαο ΙΙΙ Ορσίνι (1277-1280) καθώς και στον καταστροφικό ρόλο του ανηψιού του Matteo Rosso Orsini. Στην τοιχογραφία του Cimabue, ο άγγελος που εικονίζεται στο πάνω αριστερό μέρος της παράστασης να ανεβαίνει προς τον ήλιο, υποστηρίζεται ότι δεν ήταν άλλος από τον ίδιο τον άγιο Φραγκίσκο, ο οποίος ανήγγειλε την πτώση της πόλης της απώλειαςκαι την άφιξη του «αιώνιου ευαγγέλιου»xxvii. Οι δε άγγελοι με τις τρομπέτες φαίνεται ότι ανήγγειλλαν, επίσης, την Δευτέρα Παρουσία και την τελική κρίση δικαίων και αδίκων.
Θέλω μ’ όλ’ αυτά να τονίσω ότι η παρουσία Αποκαλυπτικών εικονογραφικών κύκλων εγγραφόταν ανέκαθεν σ’ ένα πολιτικό / θρησκευτικό κλίμα κι εχρησιμοποιείτο από ορισμένες ομάδες διανοουμένων ή και από μεμονωμένα άτομα για να καταγγείλουν – με συμβολικό, αλληγορικό τρόπο – τα «κακώς κείμενα» της εποχής τους. Ξέρουμε, από την άλλη μεριά, ότι στα χρόνια και στα πλαίσια που μας απασχολούν εδώ, η προσγραφόμενη στον Ρήγα πρώτη έκδοση του Αγαθάγγελουxxviii, κειμένου προφητικού – όπως όλες οι ερμηνείες στην Aποκάλυψη- που γράφτηκε γύρω στα 1750 από τον Θεόκλητο Πολυείδη (πιθανώτατα κατά την πρώτη παραμονή του στη Βιέννη) και κυκλοφόρησε αρχικά σε χειρόγραφα αντίτυπα, γνώρισε τεράστια δημοτικότητα μέχρι τον 19ο αιώνα: διότι προέλεγε (με τρόπο σκοτεινό και φαινομενικά ακατανόητο – όπως, πάλι, όλες οι Ερμηνείες - αλλ’ αρκετά σαφή προφανώς για όσους το διάβαζαν ή γνώριζαν από προφορικές πηγές) την «ανάσταση», δηλ. απελευθέρωση του ελληνικού γένους, και μετέδιδε μηνύματα ενάντια στην τυραννία υποσχόμενο την λίαν προσεχή έλευση σωτηρίαςxxix.
Γνωρίζουμε, τώρα, ότι ο Ρήγας στο έργο του Στρατιωτικόν Εγκόλπιον του 1797 – 1798 περιελάμβανε μια Δημοκρατική Κατήχηση, μετάφραση, κατά πάσαν πιθανότητα και μεταποίηση σε κοινή ελληνική γλώσσαxxx της Δημοκρατικής κατήχησης του γάλλου Αnge-Xavier Poisson de la Chabaussiere … Υπογραμμίζουμε το Κατήχηση, διότι το βιβλίο, και στα γαλλικά όπως και στα ελληνικά, «διατηρεί την μορφή και τη διάρθρωση των θρησκευτικών κατηχήσεων για μικρά παιδιά. Πρόθεση άλλωστε του γάλλου συγγραφέα, (και της γαλλικής εθνοσυνέλευσης που ενέκρινε, στα 1795, την εισαγωγή της Δ.Κ. στα δημοτικά σχολεία) ήταν ακριβώς να υπάρξει μια νέα θρησκευτική κατήχηση προσαρμοσμένη στις αντιλήψεις του διαφωτισμού ως προς το θεό και την ηθική συμπεριφορά του ατόμου»xxxi. Αν και, όπως τονίζει ο Φ. Ηλιού από τον οποίο δανειζόμαστε το παράθεμα, η Δημοκρατική κατήχηση του De La Chabaussière αποτελεί σαφή υποχώρηση σε σχέση με τις λαϊκές – δημοκρατικές κατηχήσεις του 1792-1794, και μόνη η απλή μετάφραση του έργου για την Ελλάδα των χρόνων ‘97-’98 «αποτελεί μια επαναστατική εκδήλωση στο χώρο του βιβλίου και στο χώρο των κοινωνικών ιδεών». Μ’άλλα λόγια, οι τελευταίες εκδοτικές προσπάθειες του Ρήγα, αν και φαινομενικά αντιθετικές, συγκλίνουν: αν δηλαδή εκδίδει τον Αγαθάγγελο τα ίδια χρόνια που συνθέτει και διαδίδει / εκδίδει τον Θούριο, όντας δηλ. προ πολλού συνεπαρμένος από τη Γαλλική επανάσταση και κηρύσσοντας την ένοπλη εξέγερση, είναι γιατί –όπως σωστά υποθέτει ο Α. Πολίτης – στοχεύει σε πολυμέτωπες επιθέσεις. Είτε γιατί αυτές ήταν οι αντιλήψεις του, είτε, καθαρά, για λόγους στρατηγικής, είτε τα δυο συγχρόνως. Και δεν πρέπει, ως προς αυτό, να ξεχνούμε ότι και στην Ευρώπη, «στη γενική ωφελιμιστική τάση του diafwtismou η θρησκεία αποτιμάται όχι με κριτήριο την δογματική της καθαρότητα και βασιμότητα», πρόξενο πολλών δεινών, «παρά με βάση την συμβολή της στην εύρυθμη λειτουργία της κοινωνίας» που κι αυτή, με τη σειρά της, «ορίζεται με διαφωτιστικά μέτρα και σταθμά». Σ’αυτά τα πλαίσια, «οι παραδοσιακές έννοιες (…) αποκτούν λίγο πολύ καινούργιο περιεχόμενο (…) και μπαίνουν στην υπηρεσία άλλων σκοπών από κείνους που μέχρι τότε υπηρετούσαν»xxxii. Κάτω απ’αυτή δε τη λογική, η θεία επιβεβαίωση, μέσω των χρησμών, της προσεχούς απελευθερώσεως του γένουςxxxiii αποδεικνύεται πολύ χρήσιμη και, στρατηγικώς πως, αποτελεσματική.
Δεν πρέπει επίσης να μας διαφεύγει ότι η πλειοψηφία των ελλήνων διαφωτιστών (και ο Ρήγας, κατά πάσαν πιθανότητα), παρά τις ιδεολογικές μετατοπίσεις ή τις συγκρούσεις με την επίσημη Εκκλησία και το Πατριαρχείο, αντιλαμβάνονται γενικά την ορθόδοξη θρησκεία κι εκκλησία σαν ισχυρή δύναμη εθνικής συνοχής ενάντια σ’ένα αλλόθρησκο κατακτητή: γι’αυτό κι η στάση τους απέναντί της είναι σχετικά «εφεκτική», ακόμα κι όταν κηρύσσουν βίαια μεταρρυθμιστικά προγράμματαxxxiv. Κι ο ίδιος ο Παμπλέκης, τους επισκόπους ουσιαστικά κατηγορεί και υβρίζειxxxv.
Στο θέμα που μας απασχολεί επί του προκειμένου, δηλαδή της «θετικής» παρουσίας –όπως υποθέτω- της εικόνας του Ρήγα στα πλαίσια ενός εκκλησιαστικού εικονογραφικού κύκλου που σχετίζεται με την αποκάλυψη, η λογική που, νομίζω, ακολουθείται από τους οπαδούς του Ρήγα οι οποίοι παραγγέλλουν τον εικονισμό, αλλά και από τον ζωγράφο που εκτελεί τα έργα, αποτελεί μέρος μιας γενικώτερης προσπάθειας: να προβληθεί η αμοιβαία συμπλήρωση έλλογης αντιμετώπισης κόσμου και θρησκείας, γήινης ευδαιμονίας και θρησκευτικής μακαριότητας – λόγου και πίστης, φυσικής και μεταφυσικής. Όσον αφορά δε τους ιδεολογικούς αγώνες που συγκλονίζουν τις ελλαδικές χώρες και ιδιαίτερα τη Θεσσαλία και το Πήλιο καθ’όλη αυτή την περίοδο, οι σάλπιγγες του «Ρήγα» έρχονται να διαλαλήσουν ότι τα πρωτοφανή εγκόσμια συμβάντα που ταράσσουν τον κόσμο (γαλλική επανάσταση, γαλλοτουρκικός πόλεμος κ.λπ.), τελικά επιβεβαιώνουν τις προρρήσεις των Αποκαλυπτικών κειμένων για την μελλούμενη απελευθέρωση του «πεπτωκότος» ελληνικού γένους από τον τυραννικόν «ζυγόν της αιχμαλωσίας των Οθωμανών»: Θεία θελήσει ανατρέπονται τα μέχρι τότε καθιερωμένα, θεία θελήσει αγωνιζόμαστε για την ανατροπή της τυραννίας και της αδικίας, θα μπορούσε να διαλαλεί ο Ρήγας: Ήρθεν της δόξης ο καιρός

i Παρουσιάστηκε υπό εκτενέστερη κι αρκετά διαφορετική μορφή στο Γ΄ Διεθνές Συνέδριο «Φεραί – Βελεστίνο – Ρήγας» (2-5 Οκτωβρίου 1997, Βελεστίνο), καθώς και στο Άντι, τ. 652, 16-1-1998, σ. 62 – 66.
ii Βελεστινλή και όχι Φερραίου: ο Emile Legrand, στα 1891 ήδη, δημοσιεύοντας τα Ανέκδοτα έγγραφα περί Ρήγα Βελεστινλή και των συν αυτώ μαρτυρησάντων, εκ των εν Βιέννη Αρχείων εξαχθέντα, είχε δίκιο να εύχεται στο τέλος του προλόγου του να ιδεί «καταργουμένην την εις το όνομα του Ρήγα προσάρτησιν του εθνικού Φερραίος», επικαλούμενος τη συναίσθηση της «ιστορικής ακρίβειας», τη «δικαιοσύνη» και την «ευλάβεια» απέναντι στον Ρήγα, ο οποίος ουδέποτε χρησιμοποίησε αυτό το όνομα, αλλ’ αντίθετα «υπέστη τον θάνατο υπέρ πίστεως, πατρίδος, νόμων και ελευθερίας» όπως είχε γραμμένο πάνω στη σφραγίδα του, δηλ.σαν Ρήγας Βελεστινλής.
iii Ο Παγώνης Κωνσταντής και ο γιος του Αθανάσιος Παγώνης είναι ζωγράφοι, καταγόμενοι από τις Χιονάδες της Ηπείρου, οι οποίοι έζησαν και εργάστηκαν στο Πήλιο κατά τον 19ο αιώνα.
iv Βλ. Ι. Φιλήμονος, Δοκίμιον περί της Ελλ. Επαν., τ.β΄, σ.10-11.
v «Διου αποδεικνύεται πόσον είναι καληωτέρα η Νομαρχιακή (διοίκησις μέσω νόμων, η σημείωση δική μου) Διοίκησις από τας λοιπάς, ότι εις αυτήν μόνον φυλάττεται η Ελευθερία του ανθρώπου, τι εστί Ελευθερία, οπόσων μεγάλων κατορθωμάτων είναι πρόξενος, ότι τάχιστα η Ελλάς πρέπει να συντρίψει τας αλύσσους της, ποία εστάθησαν αι αιτίαι οπού μέχρι της σήμερον την εφύλαξαν δούλην, και οποίαι είναι εκείναι οπού μέλλει να την ελευθερώσουν».
vi Βλ. Ελληνική Νομαρχία, φωτοτ. Επαν. Ιστ. και εθνολ. Ετ, της Ελλ., Αθήνα 1976, σ. Α3.
vii Αν «διαβάσουμε» τα χρώματα αυτά, όπως μας καλεί ο ίδιος ο Ρήγας στο παράρτημα του ελληνο-βαλκανικού Συντάγματός του, θα δούμε ότι
«το κόκκινο σημαίνει την αυτοκρατορική πορφύρα και αυτεξουσιότητα του ελληνικού λαού· το εμεταχειρίζοντο οι προπάτορές μας ως ένδυμα πολέμου, θέλοντες να μην φαίνονται αι πληγαί, όπου έτρεχον αίμα, δια να μην δειλιώσιν οι στρατιώται.
-το άσπρον σημαίνει την αθωότητα της δικαίας ημών αφορμής κατά της Τυραννίας,
-το μαύρον σημαίνει τον υπέρ Πατρίδος και Ελευθερίας ημών θάνατον». Βλ. Ρήγα Βελεστινλή, τα Επαναστατικά, έκδ. Επιστ. Ετ. Μελέτης «Φερών-Βελεστίνου-Ρήγα» (επιμέλεια Δ.Α. Καραμπερόπουλος), Αθήνα 1994, σ.60-61, καθώς και Ap. Daskalakis, Les oeuvres de Rigas Velestinlis, Etude bibliographique suivie d’ une réédition critique avec traduction, française de la brochure révolutionnaire confisquée à Vienne en 1797. (Συμπληρωματική διατριβή για το doctorat ès lettres), Paris 1937, σ.123.
viii Ας θυμηθούμε ότι στις 29 Ιουνίου 1797 καταλαμβάνονται τα Ιόνια νησιά από τους Γάλλους, και στις 6-17 Οκτωβρίου του ίδιου χρόνου υπογράφεται η συνθήκη του Campoformio, με την οποία τα Ιόνια νησιά, καθώς και οι πόλεις Πρέβεζα, Πάργα, Βόνιτσα, Βουθρωπό (ως τότε ενετικές κτήσεις) περιέρχονται στη Γαλλία, ενώ η Αυστρία παίρνει τη Δαλματία. Στις 19 Μαΐου 1798 ξεκινά η εκστρατεία των Γάλλων στην Αίγυπτο. Ο Ρήγας και οι σύντροφοί του εκτελούνται στις 24 Ιουνίου, και στις αρχές του Σεπτεμβρίου, κηρύσσεται ο γαλλο-τουρκικός πόλεμος (1798-1802). Η Τουρκία συμμαχεί αρχικά με την Ρωσία κι έπειτα και με την Αγγλία εναντίον των Γάλλων.
ix Βλ. Φ. Ηλιού, Προσθήκες στην Ελληνική Βιβλιογραφία, Α΄, Τα βιβλιογρα-φικά κατάλοιπα του Ε. Legrand και του Η. Pérnot, (1515-1797), Νεοελληνικές Έρευνες, Διογένης, Αθήνα 1973, σ.296.
x Στις πρώτες εκδόσεις του Θούριου, οι στίχοι αυτοί εμφανίζονται ως εξής: «Καλλιώναι μίας ώρας ελεύθερη ζωή / παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή». Βλ. σχετικά Αp. Daskalakis, όπ.π., σ., 26-27 και ε., και σ.62.
xi Το έργο ανήκει στη συλλογή του κ. Α. Ξύδη, τον οποίο ευχαριστούμε και εδώ για τη φωτογραφία που μας παραχώρησε (Διαστ. 0,64Χ0,44).
xii Δεν στέκομαι εδώ στη συμβολική παρουσία των ατόμων. Τη θεωρώ γνωστή.
xiii Η παράσταση της ταλαιπωρημένης και κάποτε αλυσοδεμένης Ελλάδας εμφανίζεται –συχνά σε συνδυασμό με τη θεά Αθηνά - πολύ πριν από τα χρόνια του Κοραή, και αποτελεί «μοτίβο εικονογραφικό και ρητορικό πολλού λόγου άξιο για την πυκνότητα την οποία εμφανίζει αυτή την εποχή», γράφει ο Κ. Θ. Δημαράς στον Νεοελληνικό διαφωτισμό (Ερμής, Αθήνα 1977 σ.47). Ήδη στα 1778, σε θριαμβευτική περιοδεία της Αικατερίνης Β΄ στην Κριμαία, οι Έλληνες της Νίζνας είχαν στήσει στην αυτοκράτειρα «αψίδα στολισμένη με παραστάσεις, εμβλήματα κι επιγραφές, που όλα τα είχε υποδείξει ο Ευγένιος Βούλγαρης». Μία από τις παραστάσεις παρουσίαζε την Ελλάδα σαν γυναίκα «γονυκλίνασα», περιστοιχισμένη «υπό τινων παιδαρίων» κι έχοντας δίπλα της τη θεά Αθηνά ένοπλη, όρθια, με το αριστερό χέρι να κρατά «το σάκος άμα και το δόρυ» και ν’ απλώνει το δεξί προς την «πεπτωκυίαν τάλαινα Ελλάδα», «χειρός βοηθείας αξιουμένην και την εξανάστασιν καραδοκούσαν» (Αθ. Ψαλλίδας, Αικατερίνη Β΄, Βιέννη 1792, σ.13-14). Κατ’ αυτή την περίοδο, παρά τη σκληρή καταστολή της πελοποννησιακής εξέγερσης μετά τον πρώτο ρωσοτουρκικό πόλεμο, πολλοί Έλληνες στήριζαν ακόμα τις ελπίδες τους γι’ απελευθέρωση στη βοήθεια της «φωτισμένης» αυτοκράτειρας… Είναι επίσης ενδιαφέρον να σημειωθεί, ως προς τις πηγές έμπνευσης του Βούλγαρη, ότι η πρώτη έκδοση του Μέμνωνα του Βολταίρου (1747) (τον οποίο, Μέμνωνα, μετέφρασε ο Βούλγαρης σε στίχους για την Βοσπορομαχία του το 1766), φέρει τον υπότιτλο Η η ανθρώπινη σοφία (Memmon ou la sagesse humaine) κι έχει σαν προμετωπίδα την θεά Αθηνά ακριβώς, σε αναπαράσταση πολύ κοντινή με κείνες που θα βρούμε αργότερα σ’ άλλα έντυπα.
-Στα 1782, η προμετωπίδα του ταξιδιού του Choiseul Gouffier παρουσιάζει ανάλογη εικαστική παράσταση, παρόμοια δε χαλκογραφία (χωρίς την Αθηνά) στολίζει το «Πολεμιστήριο Σάλπισμα» του Κοραή στα 1801.
xiv Όλα τα εδώ στοιχεία τα αντλώ από το εξαίρετο άρθρο του Φ. Ηλιού «Τύφλωσον Κύριε τον λαόν Σου, οι προεπανασταικές κρίσεις και ο Ν. Σ. Πίκκολος», Ερανιστής, 11, 1974, σ. 580-626.
Στο ίδιο κείμενο του Πίκκολου, αυτός ο τελευταίος σατιρίζει: «Τύφλωσον κύριε τον λαόν σου» θα είναι ο ύμνος τον οποίο θα επιβάλει στην επαρχία του ο Ιλαρίων «όταν ιερατεύσει»….
xv Βλ. ως άνω υποσημ. 14
xvi Βλ. ως άνω υποσημ. 14
xvii Το παράθεμα, που «καθορίζει το χαρακτήρα του (διαφωτιστικού) κινήματος» είναι από τον Οράτιο. Δεν είναι όμως τελικά τίποτε άλλο από το «τόλμησον» … «φρονείν» του Αισχύλου. Βλ. Κ.Θ. Δημαρά, Νεοελληνικός διαφωτισμός, Ερμής, Αθήνα 1977, σ. 25.
xviii Bλ. Fr. Venturi, LEurope des lumières, Recherches sur le 18e sièle, Mouton, Paris, 1997, κεφ. 2, σ. 39-42, και Κ. Θ. Δημαρά, Νεοελληνικός διαφωτισμός όπ.π.
xix Όπως διαβάζουμε σε ποίημα του Ν. Πίκκολου, δημοσιευμένο στον Λόγιο Ερμή, αρ.14, Βιέννη, 15 Ιουλίου 1820, σ. 417-420.
xx Για τον φοίνικα υπάρχει μεγάλη βιβλιογραφία. Βλ. συνοπτικά: J. Sainte Fare Garnot, Le role du phenix en Egypte et en Grèce, Revue d’ histoire des religions, CXXIX, No 1, 2, 3, 1945.
xxi Α. Πολίτης, Η προσγραφόμενη στον Ρήγα πρώτη έκδοση του Αγαθάγγελου, Ερανιστής, Ζ΄ (1969), αρ. 42, σ. 173, υποσ.3.
xxii C. Nicolopoulo, Notice sur la vie et les écrits de Rhigas, l’ un des principaux auteurs de la Révolution qui a pour but l’ indépendance de la Gréce, Paris 1824. Αναφέρεται από τον Απ. Δασκαλάκη, Rhigas Velestinlis, Paris 1937, σ. 21, 32, 78 και υποσημειώσεις. Για τον τεκτονισμό στην Ελλάδα βλ. επιλεκτικάΑ Α. Αγγέλου, Η καθίδρυση του ελεύθερου τεκτονισμού στον νέον Ελληνισμό, ο Ερανιστής, 15 (1978-1979), σ. 182-252.
xxiii [εν Αλεξανδρεία, εκ της Ελληνικής Τυπογραφίας Ατρομήτου του Μαραθωνίου, ΧΙΗΙΗΗΗΙ (έχει τυπωθεί στο Παρίσι, τυπ. Eberhart Βλ. Φ. Ηλιού, Άσμα Πολεμιστήριον …, ΕΛΙΑ, 1982, σ. 25, 26].
xxiv Διονυσίου εκ Φουρνά, Ερμηνεία της Ζωγραφικής Τέχνης (…), υπό Α. Παπαδόπουλου – Κεραμέως, εν Πετρουπόλει, 1909.
xxv Υπογραμμίζω εγώ.
xxvi Ο Μάξιμος φτάνει στην Αλεξάνδρεια το 1608.
xxvii βλ. Yves Christe, L’ Apocalypse de Cimabue a Assise, Cahiers archeologiques, 29, 1980-1981. Ν. Β. (οι υπογραμμίσεις, δικές μου).
xxviii όπ.π., σημ. 21.
xxix Αναφορικά με τις προφητείες του Αγαθάγγελου και τη διάδοσή τους, έχει ενδιαφέρον να παραθέσουμε μερικούς στίχους από την Κωμωδία αληθών συμβάντων εν Κωνσταντινουπόλει τω αψνε΄ έτει του πρώην πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Καλλίνικου Γ΄ (του Προϊολάβου) γραμμένη στη πατρίδα του Ζαγορά του Πηλίου (που απέχει 1 περίπου ώρα με τα πόδια από τον Κισσό) όπου έζησε μέχρι το θάνατό του, στα 1791 – μετά την σύντομη πατριαρχεία του (Ιαν. 1757 – Ιούλιος 1757), την βίαιη εκδίωξή του από τον οικουμενικό θρόνο, και την εξορία του. Ο Καλλίνικος, σφοδρός πολέμιος του «ορθοδόξου» Κυρίλλου Ε΄ (υποστηρικτή του «αιρετικού» διακόνου Αυξαντίου και υποστηριζόμενου, κατά τον Καλλίνικο, από τον «λαόν» και τους «χυδαίους» – δηλ. «εμπόρους», «τεχνίτες» κι άλλους «βαναύσους ανθρώπους» όπως «γουναράδες», «χαϊτατζήδες», «χρυσοχόους», «μπακάλιδες» κ.λπ. .., γενικώς «αμαθέστατους», «ξέστρωτα γαϊδούρια» και μάλλον «φαρμασόνηδες» και «μουρατόρους») παρουσιάζει σε κάποιο σημείο έναν «αυξεντιανό μετανοημένο» που λέει
Που φτάνει ο νους σου, άθλιε, να στοχαστής εκείνα,
οπόσα εστοχάζοντο μου φαίνονται ζορτζίνια,
οι οπτασίες πόβλεπαν αυτοί οι ψευδαββάδες
και μας τα εξηγούσασι αυτοί οι μασκαράδες.
Με τον Χριστόν και Παναγιά είχασι μουχαμπέτια
με τους αγγέλους πάντοτε εκάνασι σοχπέτια.
Εκείνοι τους βεβαίωσαν, όλοι τους έτζι λέει,
κίνησιν μόν’ να κάμωσι κι ο Τούρκος θέλει πέσει
και βασιλέα ευσεβή να κάμουν όποιον θέλουν
κι αυτοί τον εψηφίσασι, να τον κηρύξουν μέλλουν.
Πλην όλοι να νηστεύσωμεν κοινώς μας διορίσαν
ημέραν της Πεντηκοστής τον όρον εθεσπίσαν.
(…………………………………………………….)
Τούτο ως της Πεντηκοστής πούλθεν η προθεσμία
να βασιλεύση ο Κωστής κι εκάμαμε νηστεία.
Ως δ’ ήλθε και επέρασε και σκλάβοι οι καημένοι
εμείναμεν οι άθλιοι, προς δε και γελασμένοι,
άρχισα να τους ερωτώ (………………. κ.λ.π.)
Ο ψευδαββάς, είναι προφανώς ο Θεόκλητος Πολυείδης. Οι μασκαράδες, μάλλον οι Κυριλλιστές. Τα γεγονότα στα οποία αναφέρονται, τα Ορλωφικά, μάλλον. Βλ. Βαγγέλη Σκουβαρά, Στηλιτευτικά κείμενα του 18ου αιώνα. ByzantinichNeugriechiesche Jahrbücher, 1970, σ. 50-227. Επίσης Κ. Θ. Δημαρά, Ιστορία …, όπ.π., σ. 120 και Κομνηνού Υψηλάντη, Τα μετά την άλωσιν, Εν Κωνσταντινοπόλει 1870, σ. 373-376.
xxx Βλ. Λ. Βρανούση, Άπαντα Ρήγα, τ. Β΄, σ.755.
xxxi Φ. Ηλιού, Προσθήκες …, όπ.π., σ.296.
xxxii βλ. Π. Κονδύλης, Ο Ψαλλίδας, ο Παμπλέκης και η θεία Αποκάλυψη, Ηπ. Χρονικά, 24 (1982), σ.250.
xxxiii βλ. Ευλ.Κουρίλα Λαυριώτου, Θεόκλητος ο Πολυείδης, Θρακικά Δ΄, 1933, ιδιαίτερα και 177.
xxxiv Βλ. Π. Κονδύλης, οπ.π.
xxxv Βλ. Απάντησις ανωνύμου προς τους άφρονας αυτού κατηγόρους επωνομασθείσα περί Θεοκρατίας, εν Λειψία της Σαξωνίας, 1793.

1 σχόλιο: