Τρίτη 12 Οκτωβρίου 2010

ΧΡΗΣΤΟΣ Ν. ΘΕΟΦΙΛΗΣ - ΘΑΝΑΣΗΣ ΡΕΝΤΖΗΣ ΜΙΚΡΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ

 

 

Μικρός Διάλογος

του Χρηστου  Ν. Θεοφίλη με τον Θανάση Ρεντζή





Χ. Θ. Επιστρέφουν πάντα στην ανείπωτη μοναξιά τους  και αν καλά δεν μας διασκέδασαν, δεν φταίνε·  η θλίψη των όσων έζησαν δεν τους το επέτρεψε.
Φαντάζουν τσιρκολάνοι - ταξιδευτές ευμετάβλητων συναισθημάτων...

παρακολουθούμε την προσωπική στιγμή δραπέτευσής τους πίσω από τις κουΐντες έως τα βαθύτατα της ψυχής υπόγεια των καταραμένων που ποτέ και κανέναν δεν έκαναν ευτυχισμένο.
Αγαπούν μα δεν έχουν ανάγκη την μεγαλοστομία της ύλης, κάνουν έρωτα με την θύμηση, όλα σαν αεράκι... ούτε ο θάνατος δεν τους καταργεί, γιατί την αγωνία του δεν έχουν.
Η ουσία δεν υπάρχει αλλού παρά μόνο στις πράξεις· μια στιγμή αρκεί να σε κάνει ήρωα, προδότη ή φευγάτο, μα πολλές στιγμές χρειάζονται για την προετοιμασία της στιγμής.
…Αφιερωμένος ο διάλογος  στο μεγάλο σπίτι των δρόμων και των ιδεών τα Εξάρχεια και σε όλους τους ‘‘παρίες’’ που χάθηκαν από διαφορετική αιτία .
Αφιερωμένο στα παιδιά που μας καταγγέλλουν στους τοίχους μας…

Θ. Ρ. Τον πήρες πολύ ψηλά τον ψαλμό κι εξόχως ποιητικά άντε τώρα να σε παραβγώ. Ας είναι. Που λές, όταν ξεμπέρδεψα απ’ τις στρατιωτικές μου υποχρεώσεις στην ημι-ακριτική Γουμένισσα του Κιλκίς (Οκτώβρης του 1970) και βρέθηκα εν μία νυκτί απ’ το 506 Μηχανοκίνητο Τάγμα Πεζικού στο προσφιλές DOLCE ένοιωσα όσο νάναι ένα πολιτισμικό σόκ. Αλλά επαναπροσαρμόστηκα τάχιστα. Κι εκεί που απολάμβανα το dolce far niente άρχισαν τα καθημερινά τρεχάματα με το ΚΕΝΤΡΟ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ που είχα ιδρύσει προ της στρατεύσεώς μου και τα συντρόφια του Underground με περίμεναν πως και πώς για να τους ξελασπώσω. Εποχή ζόρικη βλέπεις, χούντα, χαφιεδολόϊ και τσακαλίκια μέσα στην ευφορία και τη γιορτή της δεκαετίας του ’60 που συνεχιζότανε ακάθεκτη. Ωστόσο από κουλτούρα ριζοσπαστική και λυρική, βαρειά και φευγάτη, τα πηγαίναμε καλά και η φιλοδοξία έκδοσης ενός αμιγώς θεωρητικού κινηματογραφικού περιοδικού με ταλάνιζε επίμονα. Αλλά πώς να γίνει; Το χαρτζιλίκι της συνταξιούχας μητρός δεν έφτανε και για πολλά πράγματα – καφέδες και σουλάτσα μόνον, άντε και κανένα Pop Eleven για φρέσκους δίσκους εισαγωγής από την Άπω Εσπερία. Τότε η φιλτάτη Λένα Βουδούρη ανέλαβε (εξ ιδίας πρωτοβουλίας) και μου βρήκε μια δουλειά κατάλληλη για την περίπτωσή μου, ως βοηθός μοντέρ σ’ έναν ονομαστό μάστορα του Κινηματογράφου, τον Γιώργο Τσαούλη, το εργαστήριο του οποίου βρίσκονταν στις αρχές της οδού Στουρνάρη, μόλις πέντε βήματα απ’ την Πλατεία των Εξαρχείων. Εκεί έμεινα περίπου ενάμισυ χρόνο κι έζησα αρκούντως την καθημερινότητα του χώρου, διαπιστώνοντας παράλληλα ό,τι αποτελούσε τα μετόπισθεν του Χολλυγουντ, δηλαδή την περιοχή των κινηματογραφικών γραφείων κι εργαστηρίων, των οποίων η πρόσοψη ήταν στην πλατεία Κάνιγγος – (εξ ου και μετόπισθεν). Αλλά και από τυπογραφεία, βιβλιοδετεία και μικροεκδότες δεν πήγαινε πίσω η περιοχή, πράγμα που με κέντριζε εξαιρετικά. Υπήρχαν επίσης αρκετά γραφεία Αρχιτεκτόνων και Μηχανικών, καταστήματα δακτυλογραφήσεων για συμβόλαια και δικόγραφα, πανεπιστημιακές σημειώσεις και σενάρια, καθώς και πολλά Φροντιστήρια. Στη συνέχεια με κάλεσαν οι ιδρυτές της εταιρείας CINETIC, Τ. Χατζόπουλος, Λ. Παπαστάθης και Κλ. Καλδίρης, προκειμένου ν’ αναλάβω το μοντάζ όλων των ταινιών της εταιρείας, όπερ και εγένετο. Ο νέος τόπος εργασίας ήταν πάλι στην περιοχή, δίπλα από το Αρχαιολογικό Μουσείο. Εκεί έμεινα άλλον ένα χρόνο. Το 1973 έκανα μαζί με τον Νίκο Ζερβό την πρώτη μου ταινία, το ΜΑΥΡΟΣΠΡΟ. Μια χρονικογραφία της τρέχουσας κατάστασης όπου επικρατούσε αναβρασμός που προμηνούσε ξέσπασμα (το οποίο και επήλθε με την εξέγερση του Πολυτεχνείου). Αποτελεί δε τη μοναδική κινηματογραφική μαρτυρία για τα θρυλημένα χρόνια της χούντας, η οποία γυρίστηκε μέσα στη δικτατορία (Άνοιξη – Θέρος του ’73) και στην οποία υπάρχουν πάμπολλα εξαρχειώτικα στοιχεία. Αν και τα Εξάρχεια ήταν πάντοτε κινηματογραφογειτονιά (και ο Φίνος απ’ την οδό Στουρνάρη είχε ξεκινήσει), ο ελληνικός κινηματογράφος δεν είχε ποτέ τιμήσει την περιοχή όπως το είχε κάνει με την Πλάκα, την  Κηφισιά, ή την Ομόνοια. Ο πανκινηματογραφικός αθηναϊσμός δεν περιελάμβανε τα ταπεινά και άσημα Εξάρχεια.

Χ. Θ. Απ’ όσο ξέρω το ΜΑΥΡΟΣΠΡΟ είναι η πρώτη ταινία όπου εμφανίζεται ένας πρωτογενής προβληματισμός για την πόλη καθαυτή, τόσο με τις εικόνες της όσο και με την ρητή δήλωση του πρωταγωνιστή και φοιτητή της Σχολής Καλών Τεχνών (του Γιώργου Τσεμπερόπουλου), που κάποια στιγμή λέει: ‘‘Εμένα μ’ ενδιαφέρει περισσότερο η πόλη, οι πολυκατοικίες, οι διαβάσεις, ο συνωστισμός στους δρόμους, τα πεζοδρόμια’’…
Σήμερα, μετά από 35 χρόνια, τέτοιου είδους προβληματισμοί κι ενασχολήσεις είναι του συρμού σ’ όλων των ειδών τις καλλιτεχνικές αναζητήσεις (Urban projects, τα περιλαλούν αβασάνιστα), αλλά τότε ήταν μια εξαιρετικά αλλότροπη και πρωτοπόρα προσέγγιση. 

Θ. Ρ. Η εικόνα που είχα τότε για την περιοχή ήταν πως μαζί με την παρακείμενη Νεάπολη αποτελούσαν τις κατ’ εξοχήν φοιτητο-γειτονιές των Αθηνών. Στην εν λόγω ταινία, το στοιχείο αυτό, χωρίς να είναι ιδιαίτερα εμφατικό, είναι πανταχού παρόν. Όλος ο χώρος δράσης των ηρώων της ταινίας εκτείνεται απ’ το Πολυτεχνείο ως τον Λυκαβηττό και απ’ την οδό Πανεπιστημίου έως την Λεωφ. Αλεξάνδρας. Γενικά ήταν ο χώρος κατοικίας και καθημερινής κίνησης της τότε (εξ επαρχίας κυρίως) φοιτητιώσας νεολαίας στα τρία παλαιότερα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα της χώρας: Το Πανεπιστήμιο Αθηνών, το Πολυτεχνείο και την Σχολή Καλών Τεχνών. Η παρουσία των φοιτητών στα γαλακτοπωλεία (ΕΒΓΕΣ, τα λέγανε), τα καφενεία, τα ζαχαροπλαστεία, τα ζυθεστιατόρια και τις ταβέρνες, όπως και στα Σινεμά, ήταν ιδιαιτέρως αισθητή και διαμόρφωνε καθοριστικά την ατμόσφαιρα της περιοχής προσδίδοντας μια ζωντάνια που απουσίαζε απ’ όλες τις άλλες γειτονιές. Οι νοικοκυραίοι είχαν ενίοτε μικροπροβλήματα με καθυστερήσεις ενοικίων των φοιτητών καθώς και με το γεγονός ότι σ’ ένα δωμάτιο συνέβαινε πολλές φορές να κοιμούνται περισσότεροι, ή άλλοι απ’ αυτούς που όριζε το ενοικιαστήριο, ή να έχουν μετατραπεί σε ξενονογαμηστρώνες όπου μπαινόβγαιναν οι λεγάμενες, στέναζαν οι σωμιέδες κι έτριζαν τα πατώματα γιατί ήτανε παληά – αλλά πέραν τούτου ουδέν – ούτε ναρκωτικά, ούτε επιτειχιογραφίες (γκράφιτι κατιόθεν), ή, εφορμήσεις και φωνασκίες, χαζοπετροβολήματα και δακρυγόνα. Ησυχία, τάξις και ασφάλεια.

Χ. Θ. Aλλά  μετά ....

Θ. Ρ. Βέβαια: Αυτή ήταν όμως λίγο πολύ η κατάσταση απ’ τα ύστερα μεταπολεμικά χρόνια έως το 1973 που μεσολάβησε η εξέγερση του Πολυτεχνείου και άλλαξε άρδην το όλον κλίμα επιφέροντας αλυσωτές αναταράξεις και ανακατατάξεις. Έκτοτε τα Εξάρχεια έγιναν ένας ευρύτερος πόλος, όπου κάθε καρυδιάς καρύδι αναζητούσε έναν δεκτικό χώρο για τα ιδιότροπα βαυκαλήματά του που, λόγω εποχής, καταφέρονταν  ασύστολα με κοινωνικο-πολιτικές μπηχτές επί δικαίων και αδίκων και προς πάσα κατεύθυνση. Η πρότερη φοιτητική μαγιά έχει εμπλουτισθεί πλέον αισθητά από ανήσυχους μαθητές κι ευέξαπτους διανοούμενους κάθε λογής (που έπαιρναν μυρουδιά απ’ το Νίκο Μπαλή και γραμμή από τον Λεωνίδα Χριστάκη), καλλιτεχνίζοντες νέους, φρούτα της αντιμόδας και της προχειρολογίας, θιασώτες μιας ασύστατης avant-garde (και τίποτε λιγότερο), μιας πρωτοπορίας πίσω απ’ τα γαϊδούρια αναμφίβολα, αντάμα με κακοβαλμένες μουσουδίτσες μιας ατέρμονης μουνοθύελλας και ξωπίσω μουλωχτά βαποράκια προαγωγής ψευδαισθήσεων και ψευδοσυνειδήσεων με δηλητήρια και φαρμάκια. Νέοι, και άλλου τύπου, μαγαζάτορες πιάσανε τώρα τα πόστα: Το μπαρ DADA κάνει μπάμ (χρυσορυχείο), ο φθόνος κι ο ανταγωνισμός τόκαναν κάρβουνο και η προστασία στάχτη. Οι άλλοι τα χρειάστηκαν, σήμαναν συναγερμό κι οργάνωσαν την άμυνά τους.
         Πλατεία Εξαρχείων! της μοναξιάς και της παρέας! εφαλτήριο ουτοπικών φαντασιοκοπημάτων, σταυροδρόμι της αυθεντικότητας και της κιβδηλότητας, του νοσηρού και του άδολου, του όντως και του δήθεν, όπου τα παιδιά του Μάρξ, της Coca-Cola και του Decadence βυσσοδομούν σ’ ένα ενδοτείχιο εκκολαπτήριο αμφισβήτησης κατά πάσης τάξεως κι εξουσίας, ενάντια στο καταραμένο σύστημα της μισθωτής σκλαβιάς και των τρις-απελπισμένων ψυχών.
         Έβριθαν οι ουτοπίες του είδους: Σε λίγο τα παιδιά θα τα μεγαλώνει το κράτος (Μπάμπης Τσικληρόπουλος), ή οι εύστοχες επισημάνσεις και αφισοκολλήσεις όπως: Οι μπάτσοι πουλάνε την ηρωΐνη (Μπάμπης Βλάχος), αλλά και βαρεμένοι συλλογισμοί για το ξεπέρασμα της τέχνης και το τέλος της αστικής κυριαρχίας, ή βασανιστικά ερωτήματα: Μωρέ τι να παίρνει αυτός ο Ρεντζής και κάνει τέτοια μαστουρογραφήματα; αναρωτήθηκε σε κάποια στιγμή βαθειάς περισυλλογής τρανή ντίβα του περιθωρίου· για να πάρει την πληρωμένη απάντηση από οξυδερκή περιστασιακό θαμώνα: φαιουσινική αλκοόλη. Χαμένα κορμιά και μαγαρισμένα κρίνα καταβουτηγμένα στην επικλινή λαγνόσφαιρα μιας απύθμενης εξαχρειο-κολυμβήθρας. Μικροί και μεγάλοι Σίσυφοι πλάγιας επιθυμίας και καθέτου ορμής, πέλαγος νεανισμού και παρακμής, δροσουλίτες τ’ απομεσήμερου και ξέφτια του μεσονυκτίου σ’ ατέρμονα ξενύχτια, χωρίς καμίαν έγνοια καθήκοντος. Αντιαστική νησίδα του κλεινού άστεως, άντρον επίορκου αναρχισμού κι εστία σαλταρισμένων και παραστρατημένων. Ψυχισμοί ασύμπτωτοι κι εναντιοδρομούντες που συνταιριάζονται με σημαίες προσκαιρότητας κατατείνοντας σε ποιητικές ροπές και βίαιες εκτροπές· αισθαντικές ωστόσο διαδρομές που πυρώνουν την οργή κι αμβλύνουν την οδύνη. Σπασμένες τράπεζες και φαρμακεία, καμένα δημοσιογραφικά αυτοκίνητα, τοίχοι μουνί καλλιγραφία με αξιοσημείωτες προτροπές όπως: ΑΙΝΑΝΤΥΑ ΣΤΙΝ ΑΣΤΟΙΚΥ ΟΡΘΩΓΡΑΦΕΙΑ γιατί ΤΟ ΣΥΣΤΙΜΑ ΔΥΔΑΣΚΑΛΙΑΣ ΕΙΝΑΙ Η ΔΥΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΣΥΣΤΙΜΑΤΟΣ, γι’ αυτό ΑΥΝΑΝΙΖΕΣΘΕ ΚΑΙ ΜΗ ΠΛΗΘΥΝΕΣΘΕ καθότι Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΕΙΝΑΙ ΘΕΜΑ ΠΙΑ ΑΙΩΝΩΝ και άλλα πολλά χρηστομάθειας περιττά κοσμούν τα τείχη του εξαρχειώτικου μικρόκοσμου. Δεν γνωρίζω αν το πρώτο εκ των ανωτέρω επιγραμμάτων εγράφη εξ επί τούτου κάτω από το περιώνυμον τυπογραφικό ατελιέ του αείμνηστου Νίκου Μπαλή, ή εκ διαβολικής συμπτώσεως· πάντως αποτελεί χλεύη τραγική προς τον εκλιπόντα, ο οποίος σφοδρώς επάσχισεν δια την ορθο-τυπογραφίαν. Στον κόσμο του αυθεντικού, είμαστε όλοι ξένοι, και η πανούκλα της αγραμματοσύνης όλους μας υπερβαίνει.
Χ. Θ. Και εσείς τι κάνετε  μέσα σ’ όλα αυτά;

Θ. Ρ. Και γω τι κάνω και τι γίνομαι μέσα κι έξω απ’ όλα αυτά, πέρα-δώθε κι άνω-κάτω; Ως κάτοικος πέριξ των Εξαρχείων μια ζωή, στις παρυφές του Λυκαβηττού, μεταξύ Νεάπολης και Κολωνακίου, είχα, κι ακόμα έχω (αν και παγκρατιώτης τώρα), την αίσθηση της δρασκελιάς προς τις δυό περίοπτες πλατείες των Αθηνών, οι οποίες και έπαιξαν πρωταρχικό ρόλο στη ζωή μου, του Κολωνακίου και των Εξαρχείων (μαζί με τις πλατείες Αβησσυνίας και Προσκόπων που έπαιξαν ρόλο ήσσονος σημασίας). Τακτικότατα επισκέπτομαι τους φίλους μου, τον Θανάση Καστανιώτη, τον Θανάση Ανανίδη, τον Νίκο Βοζίκη, τον Παναγιώτη Σοκόλη και τον Κώστα Σπανό, τον Ηρακλή Λογοθέτη, τον Δημήτρη Αρμάο, τον Ξενοφώντα Μπρουτζάκη, τον Γιώργο Κοροπούλη, τον Αλέξη Ταμπουρά και τον Θανάση Μουτσόπουλο, ή τους Ανδρέα Παγουλάτο και Ανδρέα Χρηστινίδη που μας άφησαν πρόσφατα (τον Σταύρο Ξαρχάκο, τον Σάκη Μανιάτη και τον Κωστή Παπαγιώργη τους έχασα από καιρό, καθώς ταμπουρώθηκαν στα κονάκια τους), αλλά και άλλους πολλούς, ντόπιους ή έποικους, τακτικούς θαμώνες ή εν Εξαρχείοις επαγγελλομένους. Διαλεγόμαστε και διαπληκτιζόμαστε με ήπιον πάθος επί παντός διακριτού· σχολιάζουμε το αναπόφευκτο τέλος της κληρονομικής μας δημοκρατίας και αναθεματίζουμε ομοθύμως και τακτικώτατα τις στρατιές των αγράμματων με τα γλίσχρα διδακτορικά που κατέκλυσαν τα πάντα: Μ.Μ.Ε., Πανεπιστήμια και την Διοίκηση του Κράτους εμπεδώνοντας την αγραμματοσύνη ως τρόπο ζωής (LifeStyle) και δεν ξέρουμε αν αυτή η μάστιγα που ενέσκηψε ως λαίλαψ θα είναι περαστική. Αν θα μπορέσουμε να βγούμε κάποτε απ’ αυτή την οπισθοδρόμηση και να ξαναβρούμε τον βηματισμό μας, ή θα μας κάτσει και αυτή δια τεχνητής διαπηδήσεως (αναβαθμίσεως το λέν’ οι άμοιροι πασών των τεχνών κι επιστημών) ως «εθνική και πολιτισμική κληρονομιά» πλαστογραφώντας την ΕΞΑΡΧΕΙΑΔΑ σε ΕΞΑΧΡΕΙΑΔΑ.    

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου